Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
σκάβουν ζητώντας την αυγή
την ώρα που στα σκοτεινά
βγαίνει η Παντέρμη και γυρνά.
Μαύρη μαυρίλα είν’ η ψυχή της
κι ωχρό μπακίρι το πετσί της
τα στήθια της ωσάν τ’ αμόνια
που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια.
―Παντέρμη τι ζητάς εδώ
μόνη σου δίχως σύντροφο;
―Κι αν είναι κάτι που ζητώ
πες μου, σε γνοιάζει εσένανε;
Ζητάω εκείνο που ζητώ
ζητάω την ίδια εμένανε.
―Παντέρμη, πες ποιος ο καημός σου
ποιος ο αγιάτρευτος καημός σου;
―Ποιός ο καημός μου; Μαύρη πίσσα
εγίνη η λινή μου η πουκαμίσα
και μες στο σπίτι σαν τρελή
σούρνω το ξέπλεκο μαλλί.
―Παντέρμη, λούσε το κορμί σου
λουσ' το χελιδονόνερο
κι άσε κυρά μου την ψυχή σου
άσ τη και να βρει αναπαμό.
Άχου, τσιγγάνικες ψυχές
κι όλο κρυφές νεροσυρμές
πίκρες μαζί και θάματα
στα μακρινά χαράματα.
σκάβουν ζητώντας την αυγή
την ώρα που στα σκοτεινά
βγαίνει η Παντέρμη και γυρνά.
Μαύρη μαυρίλα είν’ η ψυχή της
κι ωχρό μπακίρι το πετσί της
τα στήθια της ωσάν τ’ αμόνια
που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια.
―Παντέρμη τι ζητάς εδώ
μόνη σου δίχως σύντροφο;
―Κι αν είναι κάτι που ζητώ
πες μου, σε γνοιάζει εσένανε;
Ζητάω εκείνο που ζητώ
ζητάω την ίδια εμένανε.
―Παντέρμη, πες ποιος ο καημός σου
ποιος ο αγιάτρευτος καημός σου;
―Ποιός ο καημός μου; Μαύρη πίσσα
εγίνη η λινή μου η πουκαμίσα
και μες στο σπίτι σαν τρελή
σούρνω το ξέπλεκο μαλλί.
―Παντέρμη, λούσε το κορμί σου
λουσ' το χελιδονόνερο
κι άσε κυρά μου την ψυχή σου
άσ τη και να βρει αναπαμό.
Άχου, τσιγγάνικες ψυχές
κι όλο κρυφές νεροσυρμές
πίκρες μαζί και θάματα
στα μακρινά χαράματα.
~
απόδοση: Ο. Ελύτης