Αυτός ο άρτος που κόβω ήταν κάποτε στάρι,
Αυτός ο οίνος σε φυτό ξενικό
Βουτηγμένος στον καρπό τουֹ
Είτε άνθρωπος τη μέρα ή αγέρας της νυκτός
Ποδοπάτησαν τα στάχυα
Και τσάκισαν του καρπού την ηδονή.
Σʼ αυτόν τον οίνο κάποτε το αίμα του καλοκαιριού
Στη σάρκα ξεχυνότανε που έντυνε τʼ αμπέλι,
Αυτός ο οίνος σε φυτό ξενικό
Βουτηγμένος στον καρπό τουֹ
Είτε άνθρωπος τη μέρα ή αγέρας της νυκτός
Ποδοπάτησαν τα στάχυα
Και τσάκισαν του καρπού την ηδονή.
Σʼ αυτόν τον οίνο κάποτε το αίμα του καλοκαιριού
Στη σάρκα ξεχυνότανε που έντυνε τʼ αμπέλι,
Σʼ αυτόν τον άρτο κάποτε
Το στάρι φχαριστιόταν τον αγέραֹ
Τον ήλιο άνθρωπος τσάκισε και τον αγέρα έχει μπατάρει.
Η σάρκα αυτή που κόβεις, το αίμα αυτό που χύνεις,
Σπέρνουν στη φλέβα την ερμιά,
Ήσαν κάποτε καρπός και στάρι
Βλαστάρια ρίζας και χυμού σαρκίου ζωντανού.
Τον οίνο μου πίνεις, τον άρτο μου δαγκώνεις.
~
μτφρ. Γιώργος Μπλάνας