Στὴ Μαίρη Γιαννουλάτου
Στὴν πλώρη ὁ σφυροκέφαλος μὲ τὸ φτερὸ στὴ ράχη,
τότε ποὺ πῆρε ὁ Συμιακὸς βουτιὰ μὲ τὸ κεφάλι.
«Ὅλο ἀρμενίζει ὁ γιόκας μου, ποὺ τὴν εὐχή μου νά ῾χει...»
Κι ὅσοι εἴδαμε ἀπ᾿ τὴν κουπαστή, μᾶς λύθηκε τὸ ἀφάλι.
Γιατί μπερδεύω τούτη ἐδῶ μὲ μι᾿ ἄλλην ἱστορία;
Εἶν᾿ ἕνα χέρι ποὺ πονάει, βαρὺ καὶ λαβωμένο.
Βλέπω συχνὰ στὸν ὕπνο μου ἕνα ἄσπρο καρχαρία
μὲ περιμένει νηστικὸς ἢ ἐγὼ τὸν περιμένω;
Στὴν πλώρη ὁ σφυροκέφαλος μὲ τὸ φτερὸ στὴ ράχη,
τότε ποὺ πῆρε ὁ Συμιακὸς βουτιὰ μὲ τὸ κεφάλι.
«Ὅλο ἀρμενίζει ὁ γιόκας μου, ποὺ τὴν εὐχή μου νά ῾χει...»
Κι ὅσοι εἴδαμε ἀπ᾿ τὴν κουπαστή, μᾶς λύθηκε τὸ ἀφάλι.
Γιατί μπερδεύω τούτη ἐδῶ μὲ μι᾿ ἄλλην ἱστορία;
Εἶν᾿ ἕνα χέρι ποὺ πονάει, βαρὺ καὶ λαβωμένο.
Βλέπω συχνὰ στὸν ὕπνο μου ἕνα ἄσπρο καρχαρία
μὲ περιμένει νηστικὸς ἢ ἐγὼ τὸν περιμένω;
Ἀκόμα δὲ φανήκανε κοράκια καὶ παράλια.
Ἁρμάτωσα μία καθετὴ μὲ μεσηνέζα σάπια.
Μία δεκοχτούρα ἀπ᾿ τὸ πρωὶ μοιρολογάει στὰ στράλια
ἀπάνω στὸ πλεούμενο, ποὺ περπατάει σὰν πάπια.
Νά ῾χαμε νὰ τοῦ δίναμε μία ρίζα, ἕνα χορτάρι,
ἕνα κλωνὶ βασιλικὸ τὰ χείλη νὰ δροσίσει,
ἢ νὰ τὸν κοινωνούσαμε μὲ μία τούφα χασίσι.
Θὰ ναρκωνόταν ὁ σκορπιὸς ποὺ μέσα του σαρτάρει.
Μὲ γάντζους στὸ κατάστρωμα πήδησαν οἱ Μαλαίσιοι
καὶ μαλακὰ τὸν θέσανε σὲ μία σκοινένια μπράντα.
Τοῦ χάιδευε τὰ δάχτυλα μία μαύρη, ἡ Τζακαράντα,
καὶ μία γριὰ μαστόρισσα ποὺ βρώμαγε σὰ λέσι.
Κοιμᾶται ὀνειρευάμενος κάμπους μὲ χαμομήλια.
Ξαναγενήκαμε μεμιᾶς τὰ ροῦχα ποὺ φορᾶμε.
Βόγκει στὸ πρόσω ἡ μηχανὴ καὶ τώρα ἀνηφορᾶμε,
λειψοὶ πάνω στὸ σίδερο, μὲ κουρασμένα μίλια.
Cocos Islands 1956.
~
Τραβέρσο (1975)