Μες στο καταμεσήμερο πλακώνει σκοτεινιά
σκιά απλώνει ακόμα και στ’ ασημένια πιατικά
η χειροποίητη λεπίδα, το μπαλόνι του παιδιού
έκλειψη προκαλούν και του ήλιου και του φεγγαριού
να σε καταλάβω πιο γρήγορα απ’ όσο μπορώ
δεν έχει νόημα να το προσπαθώ.
Απειλές αιχμηρές εκτοξεύονται με χλευασμό
αυτόχειρες παρατηρήσεις βγάζουν το σκασμό
απ’ του τρελού το επιστόμιο το χρυσό
το κούφιο κέρας παίζει λόγια χαμένα
λόγια που προειδοποιούν απεγνωσμένα
πως δεν καταπιάνεται με το να μένει ζωντανός
μα καταπιάνεται με το να είναι νεκρός.
Σαν μια σελίδα πετάει έξω από την πόρτα ο πειρασμός
την ακολουθείς, σε πόλεμο μπλέκεσαι ο φτωχός
βλέπεις πως βρυχώνται του οίκτου οι καταρράκτες
νοιώθεις πως θέλεις να θρηνήσεις
αλλά αντίθετα από πριν θ’ ανακαλύψεις
πως τώρα πια θ’ αλλάξεις
και θα ’σαι, ακόμα ένας
έτοιμος να κλάψεις.
Έτσι λοιπόν μη φοβηθείς
αν στ’ αυτί σου φτάσει
ένας ξένος ήχος
όλα εντάξει, εγώ είμαι μονάχα
που έχω απλώς στενάξει.
Κάποιοι προβλέπουν νίκη, κάποιοι συντριβή
υπάρχουν λόγοι προσωπικοί
άλλοι σπουδαίοι, άλλοι ποταποί
στα μάτια αυτών που καλούν μπορείς να δεις
ότι άλλοι να σε σκοτώσουν θέλουν
και άλλοι να σε κάνουν στο χώμα να συρθείς
ενώ άλλοι λένε ότι τίποτα εξόν το μίσος
δεν πρέπει να μισείς.
Λέξεις γυμνές σαν σφαίρες αλυχτούνε
θεοί ανθρώπινοι σκοπεύουν και χτυπούνε
κατασκευάζουνε τα πάντα πια
από πλαστικά οπλοπολυβόλα που σπινθηροβολούνε
μέχρι πλαστικούς Εσταυρωμένους που στο σκοτάδι λαμποκοπούνε
Δεν είναι δύσκολο να δεις δίχως να κοιτάξεις μακριά
ότι στ’ αλήθεια λίγα έχουν μείνει όσια και ιερά.
Ενώ κήρυκες κηρύσσουν για κακές μοίρες
δάσκαλοι διδάσκουν ότι η γνώση έχει υπομονή
μπορεί να σε οδηγήσει σε πιατικά που κάνουν χίλιες λίρες
κι η καλοσύνη λουφάζει πίσω απ’ τις δικές της θύρες
Αλλά ακόμα και ο πρόεδρος των ΗΠΑ ο τρανός
καμιά φορά πρέπει να στέκεται γυμνός.
Και μ’ όλο που του δρόμου οι νόμοι έχουν καθιερωθεί
είναι μονάχα τα τεχνάσματα των ανθρώπων
που πρέπει ν’ αποφύγουν οι δικοί σου ελιγμοί
και όλα εντάξει, κανείς να μην ανησυχεί
θα τα καταφέρω εγώ μια και καλή.
Έρχονται να σ’ εξαπατήσουν οι διαφημίσεις
πως είσαι ένας και μοναδικός να νομίσεις
ότι μπορείς να κάνεις ό,τι κανείς δεν μπόρεσε ως τώρα
ότι καθετί μπορείς να νικήσεις με τη δική σου φόρα
στο μεταξύ, εσύ χαμένος στην ευκολία
και η ζωή ν’ αλλάζει κι εσύ να είσαι η λεία.
Χάνεσαι, ξαναγυρίζεις, να’ σαι
και νιώθεις ξαφνικά ότι τίποτε δεν έχεις να φοβάσαι
στέκεις μόνος και κανείς δεν είν’ κοντά
όταν μια τρεμάμενη φωνή, ακούγεται μα όχι καθαρά
κι αιφνιδιάζει τα κοιμισμένα σου αυτιά
και λέει ότι σε βρήκανε ξανά.
Μια ερώτηση τα νεύρα σου τραντάζει
μα ξέρεις, δεν βρίσκεται απάντηση να ταιριάζει
να σε ικανοποιήσει
πως δεν τα παρατάς και πάλι να σε πείσει
να μείνει μέσα σου και το μυαλό σου να μη λησμονήσει
πως από καιρό, από πολύ καιρό
δεν ανήκεις μήτε σ’ αυτήν μήτε σ’ αυτόν μήτε σ’ αυτό.
Μ’ όλο που οι αφέντες φτιάχνουν τους κανόνες
και για τον σοφό και για τον τρελό
δεν έχω τίποτε, στους δρόμους, στους λειμώνες
κι εγώ για ν’ ανταποκριθώ.
Γι’ αυτούς που υπακούνε σε κάθε εξουσία
ο έντιμος ο σεβασμός δεν έχει καμία σημασία
περιφρονούν τη μοίρα τους, την ίδια τους την εργασία
αυτοί μιλάν με ζήλια για όσους ζουν μ’ ελευθερία
αυτοί είν’ ικανοί τα λουλούδια να φροντίσουν
μόνο και μόνο για να ‘χουν κάτι να πουλήσουν.
Κάποιοι είναι βαφτισμένοι σε αρχές
σε κομμάτων αυστηρές επιταγές
σε μεταμφιεσμένες λέσχες κοινωνικές
κι όσους είναι στην απέξω άγρια επικρίνουν
η ελευθερία τούς κάνει να τα χάνουν
άλλο δεν συζητάν παρά ποιον είδωλο να κάνουν
Γι’ αυτό κινούνε ουρανό και γη
αυτόν παρακαλάνε τον Θεό να τον ευλογεί.
Κάποιος που η φωτιά τη γλώσσα του τσουρουφλίζει
στην άθλια χορωδία γαργαρίζει
της κοινωνίας οι τανάλιες τον έχουνε παραμορφώσει πια
κι αυτός διόλου δεν νοιάζεται ν’ ανέβει στα ψηλά
αλλά μάλλον εσένα να τραβήξει χαμηλά
σε μια τρύπα φοβερή
όπου εκεί έχει χωθεί.
Μα δεν έχω τίποτα εναντίον μήτε θέλω να κατηγορήσω
όποιον σ’ ένα κελάρι κατοικεί
δικιά του είν’ η ζωή
κι είναι εντάξει, ακόμα κι αν δεν μπορώ να τον ευχαριστήσω.
Γριές δικαστίνες τα ζευγάρια παρακολουθούν
που τον έρωτα πια ν’ απολαύσουν δεν μπορούν
κίβδηλα ήθη διαλαλούν
προσβολές, άγριες βλοσυρές ματιές
ενώ το χρήμα δεν μιλάει
το χρήμα βλαστημάει
αισχρότητα, ναι, μα ποιος νοιάζεται στ’ αλήθεια
όλα προπαγάνδα, ελεεινή συνήθεια.
Άλλοι υπερασπίζονται αυτό που να δουνε δεν μπορούν
ενός φονιά την περηφάνια, απορούν
ασφάλεια ζητάνε μανιακά
μα μυαλά τινάζονται στον αέρα πικρά
γι’ αυτούς που θαρρούν πως του θανάτου η σφυριά
η έντιμη κατραπακιά
δεν θα έρθει να τους χτυπήσει φυσικά
της ζωής τα δευτερόλεπτα καμιά φορά
θα πρέπει να είναι πολύ μοναχικά.
Τα μάτια μου συγκρούονται μετωπικά
με παραγεμισμένα νεκροταφεία, φριχτά
με ψεύτικους θεούς, και σέρνομαι ξανά
στης μικροψυχίας τα σκοτεινά στενά
πασχίζω από χειροπέδες νοερές ν’ απαλλαγώ
λέω φτάνει, την κοπανάω από δω
το έχω δει το έργο ξανά εγώ.
Αν μπορούσαν να δουν τα όνειρα μου όλα
και τις σκέψεις μου, θα μ’ έστελναν στην καρμανιόλα
Αλλά εντάξει, τι μπορεί κανείς να πει
Εντάξει, λέω, αυτή κι όχι άλλη είν’ η ζωή.
~
Μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
σκιά απλώνει ακόμα και στ’ ασημένια πιατικά
η χειροποίητη λεπίδα, το μπαλόνι του παιδιού
έκλειψη προκαλούν και του ήλιου και του φεγγαριού
να σε καταλάβω πιο γρήγορα απ’ όσο μπορώ
δεν έχει νόημα να το προσπαθώ.
Απειλές αιχμηρές εκτοξεύονται με χλευασμό
αυτόχειρες παρατηρήσεις βγάζουν το σκασμό
απ’ του τρελού το επιστόμιο το χρυσό
το κούφιο κέρας παίζει λόγια χαμένα
λόγια που προειδοποιούν απεγνωσμένα
πως δεν καταπιάνεται με το να μένει ζωντανός
μα καταπιάνεται με το να είναι νεκρός.
Σαν μια σελίδα πετάει έξω από την πόρτα ο πειρασμός
την ακολουθείς, σε πόλεμο μπλέκεσαι ο φτωχός
βλέπεις πως βρυχώνται του οίκτου οι καταρράκτες
νοιώθεις πως θέλεις να θρηνήσεις
αλλά αντίθετα από πριν θ’ ανακαλύψεις
πως τώρα πια θ’ αλλάξεις
και θα ’σαι, ακόμα ένας
έτοιμος να κλάψεις.
Έτσι λοιπόν μη φοβηθείς
αν στ’ αυτί σου φτάσει
ένας ξένος ήχος
όλα εντάξει, εγώ είμαι μονάχα
που έχω απλώς στενάξει.
Κάποιοι προβλέπουν νίκη, κάποιοι συντριβή
υπάρχουν λόγοι προσωπικοί
άλλοι σπουδαίοι, άλλοι ποταποί
στα μάτια αυτών που καλούν μπορείς να δεις
ότι άλλοι να σε σκοτώσουν θέλουν
και άλλοι να σε κάνουν στο χώμα να συρθείς
ενώ άλλοι λένε ότι τίποτα εξόν το μίσος
δεν πρέπει να μισείς.
Λέξεις γυμνές σαν σφαίρες αλυχτούνε
θεοί ανθρώπινοι σκοπεύουν και χτυπούνε
κατασκευάζουνε τα πάντα πια
από πλαστικά οπλοπολυβόλα που σπινθηροβολούνε
μέχρι πλαστικούς Εσταυρωμένους που στο σκοτάδι λαμποκοπούνε
Δεν είναι δύσκολο να δεις δίχως να κοιτάξεις μακριά
ότι στ’ αλήθεια λίγα έχουν μείνει όσια και ιερά.
Ενώ κήρυκες κηρύσσουν για κακές μοίρες
δάσκαλοι διδάσκουν ότι η γνώση έχει υπομονή
μπορεί να σε οδηγήσει σε πιατικά που κάνουν χίλιες λίρες
κι η καλοσύνη λουφάζει πίσω απ’ τις δικές της θύρες
Αλλά ακόμα και ο πρόεδρος των ΗΠΑ ο τρανός
καμιά φορά πρέπει να στέκεται γυμνός.
Και μ’ όλο που του δρόμου οι νόμοι έχουν καθιερωθεί
είναι μονάχα τα τεχνάσματα των ανθρώπων
που πρέπει ν’ αποφύγουν οι δικοί σου ελιγμοί
και όλα εντάξει, κανείς να μην ανησυχεί
θα τα καταφέρω εγώ μια και καλή.
Έρχονται να σ’ εξαπατήσουν οι διαφημίσεις
πως είσαι ένας και μοναδικός να νομίσεις
ότι μπορείς να κάνεις ό,τι κανείς δεν μπόρεσε ως τώρα
ότι καθετί μπορείς να νικήσεις με τη δική σου φόρα
στο μεταξύ, εσύ χαμένος στην ευκολία
και η ζωή ν’ αλλάζει κι εσύ να είσαι η λεία.
Χάνεσαι, ξαναγυρίζεις, να’ σαι
και νιώθεις ξαφνικά ότι τίποτε δεν έχεις να φοβάσαι
στέκεις μόνος και κανείς δεν είν’ κοντά
όταν μια τρεμάμενη φωνή, ακούγεται μα όχι καθαρά
κι αιφνιδιάζει τα κοιμισμένα σου αυτιά
και λέει ότι σε βρήκανε ξανά.
Μια ερώτηση τα νεύρα σου τραντάζει
μα ξέρεις, δεν βρίσκεται απάντηση να ταιριάζει
να σε ικανοποιήσει
πως δεν τα παρατάς και πάλι να σε πείσει
να μείνει μέσα σου και το μυαλό σου να μη λησμονήσει
πως από καιρό, από πολύ καιρό
δεν ανήκεις μήτε σ’ αυτήν μήτε σ’ αυτόν μήτε σ’ αυτό.
Μ’ όλο που οι αφέντες φτιάχνουν τους κανόνες
και για τον σοφό και για τον τρελό
δεν έχω τίποτε, στους δρόμους, στους λειμώνες
κι εγώ για ν’ ανταποκριθώ.
Γι’ αυτούς που υπακούνε σε κάθε εξουσία
ο έντιμος ο σεβασμός δεν έχει καμία σημασία
περιφρονούν τη μοίρα τους, την ίδια τους την εργασία
αυτοί μιλάν με ζήλια για όσους ζουν μ’ ελευθερία
αυτοί είν’ ικανοί τα λουλούδια να φροντίσουν
μόνο και μόνο για να ‘χουν κάτι να πουλήσουν.
Κάποιοι είναι βαφτισμένοι σε αρχές
σε κομμάτων αυστηρές επιταγές
σε μεταμφιεσμένες λέσχες κοινωνικές
κι όσους είναι στην απέξω άγρια επικρίνουν
η ελευθερία τούς κάνει να τα χάνουν
άλλο δεν συζητάν παρά ποιον είδωλο να κάνουν
Γι’ αυτό κινούνε ουρανό και γη
αυτόν παρακαλάνε τον Θεό να τον ευλογεί.
Κάποιος που η φωτιά τη γλώσσα του τσουρουφλίζει
στην άθλια χορωδία γαργαρίζει
της κοινωνίας οι τανάλιες τον έχουνε παραμορφώσει πια
κι αυτός διόλου δεν νοιάζεται ν’ ανέβει στα ψηλά
αλλά μάλλον εσένα να τραβήξει χαμηλά
σε μια τρύπα φοβερή
όπου εκεί έχει χωθεί.
Μα δεν έχω τίποτα εναντίον μήτε θέλω να κατηγορήσω
όποιον σ’ ένα κελάρι κατοικεί
δικιά του είν’ η ζωή
κι είναι εντάξει, ακόμα κι αν δεν μπορώ να τον ευχαριστήσω.
Γριές δικαστίνες τα ζευγάρια παρακολουθούν
που τον έρωτα πια ν’ απολαύσουν δεν μπορούν
κίβδηλα ήθη διαλαλούν
προσβολές, άγριες βλοσυρές ματιές
ενώ το χρήμα δεν μιλάει
το χρήμα βλαστημάει
αισχρότητα, ναι, μα ποιος νοιάζεται στ’ αλήθεια
όλα προπαγάνδα, ελεεινή συνήθεια.
Άλλοι υπερασπίζονται αυτό που να δουνε δεν μπορούν
ενός φονιά την περηφάνια, απορούν
ασφάλεια ζητάνε μανιακά
μα μυαλά τινάζονται στον αέρα πικρά
γι’ αυτούς που θαρρούν πως του θανάτου η σφυριά
η έντιμη κατραπακιά
δεν θα έρθει να τους χτυπήσει φυσικά
της ζωής τα δευτερόλεπτα καμιά φορά
θα πρέπει να είναι πολύ μοναχικά.
Τα μάτια μου συγκρούονται μετωπικά
με παραγεμισμένα νεκροταφεία, φριχτά
με ψεύτικους θεούς, και σέρνομαι ξανά
στης μικροψυχίας τα σκοτεινά στενά
πασχίζω από χειροπέδες νοερές ν’ απαλλαγώ
λέω φτάνει, την κοπανάω από δω
το έχω δει το έργο ξανά εγώ.
Αν μπορούσαν να δουν τα όνειρα μου όλα
και τις σκέψεις μου, θα μ’ έστελναν στην καρμανιόλα
Αλλά εντάξει, τι μπορεί κανείς να πει
Εντάξει, λέω, αυτή κι όχι άλλη είν’ η ζωή.
~
Μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης