Γιὰ κοίτα πέρα καὶ μακριὰ τὶ πανηγύρι
ποὺ πλέκουν τὰ χρυσὰ τὰ σπάρτα στὸ λιβάδι!
Στὸ πανηγύρι τὸ πανεύοσμο ἀπ᾿ τὰ σπάρτα
μὲ τὴ γλυκιὰν ἀνατολὴ γλυκοξυπνώντας
νὰ τρέξω βούλομαι κι ἐγὼ στὸ πανηγύρι,
θησαυριστὴς νὰ κλείσω μὲς τὴν ἀγκαλιά μου
σωροὺς τὰ ξανθολούλουδα καὶ τὰ δροσάνθια,
κι ὅλο τὸ θησαυρὸ νὰ τονε σπαταλέψω
στὰ πόδια τῆς ἀγάπης μου καὶ τῆς κυρᾶς μου.
ποὺ πλέκουν τὰ χρυσὰ τὰ σπάρτα στὸ λιβάδι!
Στὸ πανηγύρι τὸ πανεύοσμο ἀπ᾿ τὰ σπάρτα
μὲ τὴ γλυκιὰν ἀνατολὴ γλυκοξυπνώντας
νὰ τρέξω βούλομαι κι ἐγὼ στὸ πανηγύρι,
θησαυριστὴς νὰ κλείσω μὲς τὴν ἀγκαλιά μου
σωροὺς τὰ ξανθολούλουδα καὶ τὰ δροσάνθια,
κι ὅλο τὸ θησαυρὸ νὰ τονε σπαταλέψω
στὰ πόδια τῆς ἀγάπης μου καὶ τῆς κυρᾶς μου.
Ὅμως βαθιὰ εἶναι τὸ ξανθόσπαρτο λιβάδι.
Κι ὅπως μιᾶς πρόσχαρης ζωῆς εἴκοσι χρόνων
κόβει τὸ λευκοστόλισμα θανάτου λύπη,
ἔτσι τὸν ἄκοπο γοργὸ μοῦ κόβει δρόμο
ἀτέλειωτος ἀνάμεσα ξεφυτρωμένος
ὁ κακὸς δρόμος μὲς τὰ βάλτα καὶ στὰ βούρλα.
Τ᾿ ἀγκαθερὰ φυτὰ ξεσκίζουνε σὰ νύχια
καὶ σὰν τὰ ξόβεργα τὸ χῶμα παγιδεύει
τοῦ κάμπου τοῦ κακοῦ στὰ βούρλα καὶ στὰ βάλτα,
ἐκεῖ ποὺ στὸ φλογόβολο τὸ ἁψὺ τοῦ ἥλιου
(ποῦ δρόσος μιᾶς πνοῆς; ποῦ σκέπασμα ἑνὸς δέντρου;)
σὰν ἀστραπὴ ἀργυρὴ χτυπάει τὰ μάτια ἡ ἅρμη.
Λιγοψυχῶ, λυγίζομαι, παραστρατίζω,
κι ἀποκάνω καὶ πέφτω, κι ἀποκαρωμένος
νοιώθω στὸ μέτωπο τ᾿ ἀγκάθια, καὶ στὰ χείλια
νοιώθω τὴν πίκρα τῆς ἁρμύρας, καὶ στὰ χέρια
νοιώθω τὴ γλίνα τῆς νοτιᾶς, καὶ στὰ ποδάρια
νοιώθω τὸ φίλημα τοῦ βάλτου, καὶ στὰ στήθη
νοιώθω τὸ χάιδεμα τοῦ βούρλου, νοιώθω ἐντός μου
τὴ μοίρα τοῦ γυμνοῦ καὶ τ᾿ ἀνήμπορου κόσμου.
(Ὦ! ποῦ εἶσαι, ἀγάπη καὶ κυρά μου;) Καὶ σὲ βάθη
δειλινῶν πορφυρῶν, πλούσια ζωγραφισμένων,
τὸ πανηγύρι ποὺ χρυσᾶ τὰ σπάρτα πλέκουν,
τὸ πανηγύρι τὸ πανεύοσμο στὰ σπάρτα,
μὲ βλέπει, μὲ καλεῖ, καὶ μὲ προσμένει ἀκόμα.
~
Από τη συλλογή Οι καημοί της λιμνοθάλασσας (1912)
~
Από τη συλλογή Οι καημοί της λιμνοθάλασσας (1912)
Ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 1859 - Αθήνα, 27 1943) ήταν ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής γενιάς του 1880, πρωτοπόρος, μαζί με τον Νίκο Καμπά και τον Γεώργιο Δροσίνη, της αποκαλούμενης Νέας Αθηναϊκής (ή Παλαμικής) σχολής. Η κηδεία του έμεινε ιστορική, καθώς μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες κόσμου τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο. Η οικία του Παλαμά στην Πάτρα σώζεται ως σήμερα στην οδό Κορίνθου 241. [Βιογραφία]