Ώστε λοιπόν
κι εσείς ακόμα με προδίδετε.
Ώστε λοιπόν κι εσείς ακόμα
–τα ίδια μου τα μάτια!–
με προδίδετε.
Μα θα `πρεπε να το `χα
καταλάβει από παιδί
τουλάχιστο εκείνη τη φορά
που μ’ έσπρωχνε ο δυνατός
βοριάς, που με παρέσερνε
μ’ έβγαζε απ’ το δρόμο μου κι ακόμα λίγο
κάτω θα μ’ έριχνε κι εγώ
καθόλου δεν τον έβλεπα· γιατί
να μην τον βλέπω τον αέρα;
Κι έπρεπε να περάσουν χρόνια
και χρόνια, και ν’ ακούσουμε όλα αυτά
τ’ αλλόκοτα για σωματίδια και μεγέθη
–ακούς, μεγέθη!– του μικρόκοσμου
για να το καταλάβουμε καλά
πώς είναι ο κόσμος, πώς τον βλέπουμε
πως είναι αλλιώς ο κόσμος, πως αλλιώς
τον βλέπουμε, αμυδρή
εικόνα αξιωνόμαστε του κόσμου
του κόσμου, λέω, αυτού που εντός του ζούμε.
Μα, πάλι, θα μου πεις
αυτό σε πείραξε, η εικόνα, θα μου πεις
και θα `χεις δίκιο, ποια εικόνα
ποιος κόσμος που έτσι αναδυόμαστε
μένουμε έναν καιρό, χανόμαστε
–ερχόμαστε και φεύγουμε, όπως λέμε–
χωρίς να μάθουμε ποτέ
ποιος είναι, τι, αυτός ο κόσμος
πού βρισκόμαστε
ποια εικόνα θα μου πεις, και θα `χεις
δίκιο, όμως κι αυτό
να σε προδίδουν, να σ’ αποκοιμίζουν
τα ίδια σου τα μάτια
αβάσταχτο.
~
«Στο σιδεράδικο της Λήμνου» εκδ. Κουκκίδα, 2017
κι εσείς ακόμα με προδίδετε.
Ώστε λοιπόν κι εσείς ακόμα
–τα ίδια μου τα μάτια!–
με προδίδετε.
Μα θα `πρεπε να το `χα
καταλάβει από παιδί
τουλάχιστο εκείνη τη φορά
που μ’ έσπρωχνε ο δυνατός
βοριάς, που με παρέσερνε
μ’ έβγαζε απ’ το δρόμο μου κι ακόμα λίγο
κάτω θα μ’ έριχνε κι εγώ
καθόλου δεν τον έβλεπα· γιατί
να μην τον βλέπω τον αέρα;
Κι έπρεπε να περάσουν χρόνια
και χρόνια, και ν’ ακούσουμε όλα αυτά
τ’ αλλόκοτα για σωματίδια και μεγέθη
–ακούς, μεγέθη!– του μικρόκοσμου
για να το καταλάβουμε καλά
πώς είναι ο κόσμος, πώς τον βλέπουμε
πως είναι αλλιώς ο κόσμος, πως αλλιώς
τον βλέπουμε, αμυδρή
εικόνα αξιωνόμαστε του κόσμου
του κόσμου, λέω, αυτού που εντός του ζούμε.
Μα, πάλι, θα μου πεις
αυτό σε πείραξε, η εικόνα, θα μου πεις
και θα `χεις δίκιο, ποια εικόνα
ποιος κόσμος που έτσι αναδυόμαστε
μένουμε έναν καιρό, χανόμαστε
–ερχόμαστε και φεύγουμε, όπως λέμε–
χωρίς να μάθουμε ποτέ
ποιος είναι, τι, αυτός ο κόσμος
πού βρισκόμαστε
ποια εικόνα θα μου πεις, και θα `χεις
δίκιο, όμως κι αυτό
να σε προδίδουν, να σ’ αποκοιμίζουν
τα ίδια σου τα μάτια
αβάσταχτο.
~
«Στο σιδεράδικο της Λήμνου» εκδ. Κουκκίδα, 2017
Ο Σωτήρης Σαράκης γεννήθηκε το 1949 στο χωριό Αμπέλια Αγρινίου. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες. Εργάστηκε στο Υπουργείο Οικονομικών από το 1976 ως το 2010. Πολλά ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά, σε θεματικές ανθολογίες και στο διαδίκτυο. Εργογραφία: Το δέρας (1994). Τα αιφνίδια άστρα(1997). Αγγειογραφία (2000). Ψηφιδωτό από άφαντες ψηφίδες (2003). Η τελετή, ποίηση (2006). Πάθη των φθόγγων (2009). Νυχτερινά δρομολόγια (2010). Δοκιμασίες και δοκιμές, ποιήματα 1971-1998 (2011). Στιγμή στο χάος, ποιήματα 1999-2010 (2014). Στις προθήκες (2016). Στο σιδεράδικο της Λήμνου (2017). Σημαντικές λεπτομέρειες (2018). Ηλιοβασίλεμα στη Σαντορίνη (2021).