Φίλοι παλιοί χρυσάφι παλιό
χρόνια κρυμμένοι στις σκιές
το θάνατό τους τον μαθαίνουμε απ’ τις εφημερίδες.
Στα μαγεμένα σπίτια τους είχαν καθρέφτες σκοτεινούς.
Τα βράδια ντύνονταν πτηνά να ξεγελούν τους ουρανούς.
Νιώθαν ασφάλεια μες στις χαράδρες του έρωτα
ύψωναν πόρτες στις ερήμους
κυκλοφορούσαν μόλις νύχτωνε σαν αυτοκράτορες.
Με τόσες μάσκες, μεταμορφώσεις και μονολόγους
δε φταίει κανείς που χάθηκαν μέσα σε τόσους ρόλους
μήτε που τρίζει το βασίλειο σαν το σπασμένο καναπέ.
Ω φίλοι, φίλοι μου,
μιλήσατε τα ελληνικά σαν τα ξερά φύλλα της λεύκας
στον αέρα.
χρόνια κρυμμένοι στις σκιές
το θάνατό τους τον μαθαίνουμε απ’ τις εφημερίδες.
Στα μαγεμένα σπίτια τους είχαν καθρέφτες σκοτεινούς.
Τα βράδια ντύνονταν πτηνά να ξεγελούν τους ουρανούς.
Νιώθαν ασφάλεια μες στις χαράδρες του έρωτα
ύψωναν πόρτες στις ερήμους
κυκλοφορούσαν μόλις νύχτωνε σαν αυτοκράτορες.
Με τόσες μάσκες, μεταμορφώσεις και μονολόγους
δε φταίει κανείς που χάθηκαν μέσα σε τόσους ρόλους
μήτε που τρίζει το βασίλειο σαν το σπασμένο καναπέ.
Ω φίλοι, φίλοι μου,
μιλήσατε τα ελληνικά σαν τα ξερά φύλλα της λεύκας
στον αέρα.
~
Από τη συλλογή «Το νεκρό καφενείο»,
εκδ. Καστανιώτη, β΄ έκδοση 2006
Ο Μάνος Ελευθερίου (Ερμούπολη, 1938 - 22 Ιουλίου 2018) ήταν ποιητής,
στιχουργός και πεζογράφος. Έχει γράψει ποιητικές συλλογές, διηγήματα,
μία νουβέλα, δύο μυθιστορήματα και περισσότερα από 400 τραγούδια.
Παράλληλα εργάστηκε ως αρθρογράφος, επιμελητής εκδόσεων, εικονογράφος
και ραδιοφωνικός παραγωγός. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο
Μυθιστορήματος 2005 για το μυθιστόρημά του "O καιρός των χρυσανθέμων"
(Mεταίχμιο, 2004). Το 2013 τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης του Ιδρύματος
Κώστα και Ελένης Ουράνη, για το σύνολο του έργου του. [Βιογραφία]