Πάλι με βρήκε το ξημέρωμα να σκέφτομαι
εκείνον,
Πάλι οι ώρες σταμάτησαν και
κόλλησε
ο χρόνος,
Ατέλειωτη η νύχτα και μόνη συντροφιά η θλίψη.
Θλίψη πελώρια με ανοιχτές φτερούγες,
που θέλει να καλύψει τα πάντα στο δωμάτιο και την
ψυχή.
Μάγισσα με μαύρα πέπλα, με ξέπλεκα μαλλιά,
που με κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της κόβοντάς μου την ανάσα.
Ο φθόνος της μεγάλος για την χαρά που ένιωθα
ως χθες,
που γέλαγα μαζί του, που ρούφαγα με λαχτάρα
τι στιγμές της ζωής.
Που πέταγα στον ουρανό μαζί με τα πουλιά.
Το βάρος της μεγάλο, με λυγίζει,
με γονατίζει.
Μαζεύω τις δυνάμεις μου,
σε φέρνω στο μυαλό μου, Φως, ήλιε,
Λιακάδα μου.
Η μέρα φώτισε τη γη, μαζί και την καρδιά μου.
Κι αυτό το πρόσωπο το γελαστό, το πρόσωπό του, τ
η θλίψη διώχνει μακριά.
Κι αυτή τρέχοντας φεύγει κυνηγημένη,
από τη δύναμη της χαράς και της αγάπης!
εκείνον,
Πάλι οι ώρες σταμάτησαν και
κόλλησε
ο χρόνος,
Ατέλειωτη η νύχτα και μόνη συντροφιά η θλίψη.
Θλίψη πελώρια με ανοιχτές φτερούγες,
που θέλει να καλύψει τα πάντα στο δωμάτιο και την
ψυχή.
Μάγισσα με μαύρα πέπλα, με ξέπλεκα μαλλιά,
που με κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της κόβοντάς μου την ανάσα.
Ο φθόνος της μεγάλος για την χαρά που ένιωθα
ως χθες,
που γέλαγα μαζί του, που ρούφαγα με λαχτάρα
τι στιγμές της ζωής.
Που πέταγα στον ουρανό μαζί με τα πουλιά.
Το βάρος της μεγάλο, με λυγίζει,
με γονατίζει.
Μαζεύω τις δυνάμεις μου,
σε φέρνω στο μυαλό μου, Φως, ήλιε,
Λιακάδα μου.
Η μέρα φώτισε τη γη, μαζί και την καρδιά μου.
Κι αυτό το πρόσωπο το γελαστό, το πρόσωπό του, τ
η θλίψη διώχνει μακριά.
Κι αυτή τρέχοντας φεύγει κυνηγημένη,
από τη δύναμη της χαράς και της αγάπης!