Ας περάσει πια η μέρα με το φως της
Η νύχτα γιατί τόσο αργοπορεί;
Στων πεύκων τις σκιές μια πολυθρόνα
με καρτερεί.
Των θαλάμων θα σβήσουνε τα φώτα
κι ο ύπνος θα `ρθει σα λιγοθυμιά.
Ένα αδειανό κρεβάτι εδώ δίνει
εντύπωση καμιά.
Η νύχτα γιατί τόσο αργοπορεί;
Στων πεύκων τις σκιές μια πολυθρόνα
με καρτερεί.
Των θαλάμων θα σβήσουνε τα φώτα
κι ο ύπνος θα `ρθει σα λιγοθυμιά.
Ένα αδειανό κρεβάτι εδώ δίνει
εντύπωση καμιά.
Θα με διπλώσει το σκοτάδι κι όπως
μες στις βαθιές σκιές θα μπερδευτώ,
πως είμαι θα πιστέψω πάλι κάτι
από τον κόσμο αυτό.
Μόνο στο φόβο θα βαθαίνει η νύχτα
όταν ο άνεμος θα `ρθει ξαφνικά.
Ο ευκάλυπτος τα μαλλιά του θα τινάξει
και των ονείρων μαζί τα μυστικά.
Το μυστικόν αγώνα θα γροικάω
του φθινοπώρου, ανίκητος εχθρός.
Θα με λικνίζει χαρωπό τραγούδι
ο απελπισμένος θυρωρός.
Κι αν δε τη καρτερώ, ξέρω πως θα `ρθει
η γάτα αυτή που νυχτοπερπατεί,
μια γάτα που δεν ξέρει τι είναι χάδι
και δε το δίνει και δε το ζητεί.
Στα πόδια μου κοντά κάθεται μόνο
αδιάφορη στο κρύο το παγερό
διακριτικά το βλέμμα μου αποφεύγει
κι είναι σα να μη ξέρει από καιρό.
~
Οι τρίλλιες που σβήνουν (1928)
μες στις βαθιές σκιές θα μπερδευτώ,
πως είμαι θα πιστέψω πάλι κάτι
από τον κόσμο αυτό.
Μόνο στο φόβο θα βαθαίνει η νύχτα
όταν ο άνεμος θα `ρθει ξαφνικά.
Ο ευκάλυπτος τα μαλλιά του θα τινάξει
και των ονείρων μαζί τα μυστικά.
Το μυστικόν αγώνα θα γροικάω
του φθινοπώρου, ανίκητος εχθρός.
Θα με λικνίζει χαρωπό τραγούδι
ο απελπισμένος θυρωρός.
Κι αν δε τη καρτερώ, ξέρω πως θα `ρθει
η γάτα αυτή που νυχτοπερπατεί,
μια γάτα που δεν ξέρει τι είναι χάδι
και δε το δίνει και δε το ζητεί.
Στα πόδια μου κοντά κάθεται μόνο
αδιάφορη στο κρύο το παγερό
διακριτικά το βλέμμα μου αποφεύγει
κι είναι σα να μη ξέρει από καιρό.
~
Οι τρίλλιες που σβήνουν (1928)