Στὸ Νίκο Τουτουντζάκη
Ο λοστρόμος κρατά μια καραβέλα,
μισή μποτίλια τζίν και δυο μιγάδες,
τη νύχτα μετοικούν οι Συμπληγάδες
στα μπαρ του λιμανιού και στα μπορντέλα.
Πηχτό πούσι σκεπάζει τα καρνάγια.
West End – Thame’s street και διπλός έρως.
Ας φυσάνε στο Πλάτα τα Παμπέρος,
ας ρολάρει το κύμα στη Μπισκάγια.
Χαμηλός ουρανός γιομάτος άστρα,
μα δε μοιάζει μ’ αυτόν που σε γνωρίζει.
Η μπαρκέτα γυρίζει ; Δε γυρίζει.
Το κορίτσι νυστάζει στην Καράστρα.
Βαρεθήκαν οι ναύτες το τιμόνι,
το ‘να μάτι σου γέρνει και κοιμάται,
αγρυπνά το δεξί και θυμάται
το φανό που χτυπά μα δε ζυγώνει.
Ο λοστρόμος ξυπνάει και καταριέται
μια μιγάδα που κλαίει και μια μποτίλια.
Ανοιχτά κάπου εννιά χιλιάδες μίλια
το σκυλόψαρο προσμένει και βαριέται..
Ο λοστρόμος κρατά μια καραβέλα,
μισή μποτίλια τζίν και δυο μιγάδες,
τη νύχτα μετοικούν οι Συμπληγάδες
στα μπαρ του λιμανιού και στα μπορντέλα.
Πηχτό πούσι σκεπάζει τα καρνάγια.
West End – Thame’s street και διπλός έρως.
Ας φυσάνε στο Πλάτα τα Παμπέρος,
ας ρολάρει το κύμα στη Μπισκάγια.
Χαμηλός ουρανός γιομάτος άστρα,
μα δε μοιάζει μ’ αυτόν που σε γνωρίζει.
Η μπαρκέτα γυρίζει ; Δε γυρίζει.
Το κορίτσι νυστάζει στην Καράστρα.
Βαρεθήκαν οι ναύτες το τιμόνι,
το ‘να μάτι σου γέρνει και κοιμάται,
αγρυπνά το δεξί και θυμάται
το φανό που χτυπά μα δε ζυγώνει.
Ο λοστρόμος ξυπνάει και καταριέται
μια μιγάδα που κλαίει και μια μποτίλια.
Ανοιχτά κάπου εννιά χιλιάδες μίλια
το σκυλόψαρο προσμένει και βαριέται..
~
Πούσι (1947)