Μέσα στο πάρκο το παλιό που παγωνιά κι ερμιά το δέρνουν
δυο ίσκιοι ξάφνου φαίνονται, ζευγάρι να διαβαίνουν.
Τα μάτια τους είναι νεκρά κι απ' τ' απαλό τους στόμα
τα λόγια βγαίνουν σιγαλά, ίσ' αγροικιούντ' ακόμα.
Μέσα στο πάρκο το παλιό, τ' έρμο και παγωμένο,
δυο ίσκιοι αναθυμίζονται καιρόν ευτυχισμένο.
-Θυμάσαι κείνα τα παλιά τα 'νειρεμένα χρόνια;
-Τώρα γιατί να με ρωτάς αν τα θυμάμαι αιώνια;
-Τάχα η καρδιά σ' στο χτύπο της το όνομά μου τό 'χει
ακόμα; Ζει η ψυχή μου στα όνειρά σου; -Όχι
-Ω! τί αξέχαστες στιγμές θείας ευτυχίας! Πού να 'ναι;
Τα στόματά μας σμίγανε, θυμάσαι; -Αλήθεια, πάνε!
-Πως ήταν γαλανός ουρανός κι η ελπίδα πάλι, πόση;
-Πάει κι η ελπίδα, ουρανός μαύρος την έχει ζώσει.
Έτσι στα στάχυα τα τρελλά οι ίσκιοι περπατούσαν
κι η νύχτα μόνον άκουγε τα λόγια που μιλούσαν.
δυο ίσκιοι ξάφνου φαίνονται, ζευγάρι να διαβαίνουν.
Τα μάτια τους είναι νεκρά κι απ' τ' απαλό τους στόμα
τα λόγια βγαίνουν σιγαλά, ίσ' αγροικιούντ' ακόμα.
Μέσα στο πάρκο το παλιό, τ' έρμο και παγωμένο,
δυο ίσκιοι αναθυμίζονται καιρόν ευτυχισμένο.
-Θυμάσαι κείνα τα παλιά τα 'νειρεμένα χρόνια;
-Τώρα γιατί να με ρωτάς αν τα θυμάμαι αιώνια;
-Τάχα η καρδιά σ' στο χτύπο της το όνομά μου τό 'χει
ακόμα; Ζει η ψυχή μου στα όνειρά σου; -Όχι
-Ω! τί αξέχαστες στιγμές θείας ευτυχίας! Πού να 'ναι;
Τα στόματά μας σμίγανε, θυμάσαι; -Αλήθεια, πάνε!
-Πως ήταν γαλανός ουρανός κι η ελπίδα πάλι, πόση;
-Πάει κι η ελπίδα, ουρανός μαύρος την έχει ζώσει.
Έτσι στα στάχυα τα τρελλά οι ίσκιοι περπατούσαν
κι η νύχτα μόνον άκουγε τα λόγια που μιλούσαν.