Μ' έφτασε η σκιάν· η μέρα μου η επίγεια όλο αποσώνεται τώρα·
τα περασμένα, περασμένα μένουν, μέλλοντα δεν υπάρχουν πια:
Χαίρετε, παιδικά μου! Χαίρετε, τα όσα πέρασα νεανικά.
Το φτωχό χέρι τον ώμο μου εγγίζει, και ιδού την η γυμνή μου ώρα.
Έζησα. Των ανθρώπων ο θόρυβος μού είναι κάτι πράγμα ξένο.
Τετέλεσται τα πάντα: είμαι ολομόναχος. Τώρα αγρύπνια, προσμονή.
τα περασμένα, περασμένα μένουν, μέλλοντα δεν υπάρχουν πια:
Χαίρετε, παιδικά μου! Χαίρετε, τα όσα πέρασα νεανικά.
Το φτωχό χέρι τον ώμο μου εγγίζει, και ιδού την η γυμνή μου ώρα.
Έζησα. Των ανθρώπων ο θόρυβος μού είναι κάτι πράγμα ξένο.
Τετέλεσται τα πάντα: είμαι ολομόναχος. Τώρα αγρύπνια, προσμονή.
Μαζί μου μόνο το φως σου απομένει το τριανταφυλλένιο,
Λύχνε! και κάθομαι στο εδώλιο, σαν άνθρωπος που έχει κριθεί.
Μακρότατες η έγνοια μου στάθηκαν και η ανία μου,
μακρότατη η εξορία μου! Μακρότατος ο δρόμος μου ως εδώ.
Αλλά μου ανήκει το τέρμα, είναι δικό μου· ό,τι έχω εκλέξει σταθερό,
το βλέπω τώρα μέσα στην κούραση και την αδυναμία μου.
Έπαψα τώρα να λαλώ· μόνος μου, δέσμιος, βαρυποινίτης,
καθώς το ποίμνιο που πιπράσκεται, στα χέρια αυτού που περιλαβαίνει,
μονάχα ακροάζομαι, απεκδέχομαι, πανέτοιμος: ας έρθει να με συντυχαίνει
η έσχατη ώρα με την αμετάκλητη στιγμή της.
~
μετάφραση: Τ.Κ.Παπατσώνης