Ας γράψουμε γι’αυτά που μας ματώνουν
Ας γράψουμε γι’ αυτά που μας σκοτώνουν
Ας γράψουμε για της ζωής μας τα “σεμνά “
μα ψεύτικα προφίλ.
Της μοίρας μας το άδειο μαγαζί
Ας γράψουμε για όλη μας τη δίνη
Για όσα ζούμε κι ας είμαστε νεκροί!
Θηρία οι φράσεις που κατασπαράζουν
κι ο βρυχηθμός μου ανάγκη την ώρα
που με σφάζουν.
Ας μιλήσουμε!
Ας μιλήσουμε στα “φιμωμένα” αυτιά των ακουόντων!
Για ανούσιες Κυριακές στο καφενείο Πρεβέζης,
πλοία – λιμεναρχεία-προκυμαίες,
μπάντες- προβλήτες, βουλευτές-
γι’ ανθρώπους σιωπηλούς -σεμνούς-σημαίες.
Ας γράψουμε για τον γλοιώδη αστυνόμο
που ζυγίζει τη μερίδα,το δάσκαλο
με την εφημερίδα που ψάχνει
μάταια μια είδηση ελπίδας.
Ας γράψουμε επιτέλους
γι’ αλήθειες που πονάνε!
Για το Χρόνο που ροκανιζει γδέρνοντας καμαρωτός τα εύσημα στοιχεία !
Καλόπιστοι και άπιστοι “θνητοί”
στου πεπρωμένου τα σκοροφάγωτα κιτάπια-
λαχανιασμένοι, άθλιοι, μικροί
που ξαφνικά αμίλητοι κυνηγημένοι
προτάσουνε “ανάστημα” βαρύ
με την ωχρή θωριά τους
να ξέψυχα παρατημένη
και πολλοστή φορά νεκρή!
Και έφταιγαν αυτοί!
Σκυφτά κεφάλια, δουλοπρεπείς!
Ξυράφι θαρρείς οι λέξεις μου και αιμορραγούν σ ‘ένα πολιτισμό συνθηκολογημένο!
Αχ ερείπια μιάς άλλης εποχής συνήγορος
δικός σου μα και ξένος…
Ας γράψουμε επιτέλους κάτι!
πριν πέσουνε οι τίτλοι τέλους
για όσα μας φθονούν δεμένους!
τι είναι η ΠΟΙΗΣΗ επιτέλους!
Ας γράψουμε για τις φουρτούνες της ψυχής,
για τ αδησώπητο του χάροντα τραγούδι
που στέρησε μια νύχτα μια ριπή
και σίγασε τη μέσα του πληγή…
Ας γράψουμε κι ας είμεθα μικροί
δυο λόγια, για όσους φύγαν μισημένοι…
Εμείς οι “άσημοι” Ω λαμπροί
στα “Οράματα” σας Ποιητές, δοσμένοι..!
Ας γράψουμε… ας γράψουμε!
Κι ας κλάψουμε…
Ας γράψουμε γι’ αυτά που μας σκοτώνουν
Ας γράψουμε για της ζωής μας τα “σεμνά “
μα ψεύτικα προφίλ.
Της μοίρας μας το άδειο μαγαζί
Ας γράψουμε για όλη μας τη δίνη
Για όσα ζούμε κι ας είμαστε νεκροί!
Θηρία οι φράσεις που κατασπαράζουν
κι ο βρυχηθμός μου ανάγκη την ώρα
που με σφάζουν.
Ας μιλήσουμε!
Ας μιλήσουμε στα “φιμωμένα” αυτιά των ακουόντων!
Για ανούσιες Κυριακές στο καφενείο Πρεβέζης,
πλοία – λιμεναρχεία-προκυμαίες,
μπάντες- προβλήτες, βουλευτές-
γι’ ανθρώπους σιωπηλούς -σεμνούς-σημαίες.
Ας γράψουμε για τον γλοιώδη αστυνόμο
που ζυγίζει τη μερίδα,το δάσκαλο
με την εφημερίδα που ψάχνει
μάταια μια είδηση ελπίδας.
Ας γράψουμε επιτέλους
γι’ αλήθειες που πονάνε!
Για το Χρόνο που ροκανιζει γδέρνοντας καμαρωτός τα εύσημα στοιχεία !
Καλόπιστοι και άπιστοι “θνητοί”
στου πεπρωμένου τα σκοροφάγωτα κιτάπια-
λαχανιασμένοι, άθλιοι, μικροί
που ξαφνικά αμίλητοι κυνηγημένοι
προτάσουνε “ανάστημα” βαρύ
με την ωχρή θωριά τους
να ξέψυχα παρατημένη
και πολλοστή φορά νεκρή!
Και έφταιγαν αυτοί!
Σκυφτά κεφάλια, δουλοπρεπείς!
Ξυράφι θαρρείς οι λέξεις μου και αιμορραγούν σ ‘ένα πολιτισμό συνθηκολογημένο!
Αχ ερείπια μιάς άλλης εποχής συνήγορος
δικός σου μα και ξένος…
Ας γράψουμε επιτέλους κάτι!
πριν πέσουνε οι τίτλοι τέλους
για όσα μας φθονούν δεμένους!
τι είναι η ΠΟΙΗΣΗ επιτέλους!
Ας γράψουμε για τις φουρτούνες της ψυχής,
για τ αδησώπητο του χάροντα τραγούδι
που στέρησε μια νύχτα μια ριπή
και σίγασε τη μέσα του πληγή…
Ας γράψουμε κι ας είμεθα μικροί
δυο λόγια, για όσους φύγαν μισημένοι…
Εμείς οι “άσημοι” Ω λαμπροί
στα “Οράματα” σας Ποιητές, δοσμένοι..!
Ας γράψουμε… ας γράψουμε!
Κι ας κλάψουμε…