Στους φίλους
Άνοιξαν οι πύλες
απροσδόκητα,
όμως χωρίς βιάση καμιά,
βουβές∙
–μόνον οι πιο ευαίσθητοι άκουσαν κάτι,
σαν πτώση εντόμου, στο δάπεδο, νεκρού∙
και διάβηκεν η συντροφιά μας.
Άνοιξαν οι πύλες
απροσδόκητα,
όμως χωρίς βιάση καμιά,
βουβές∙
–μόνον οι πιο ευαίσθητοι άκουσαν κάτι,
σαν πτώση εντόμου, στο δάπεδο, νεκρού∙
και διάβηκεν η συντροφιά μας.
Βήματα σταθερά, καθαρά περιγράμματα,
μέταλλα στα μάτια
εμείς, σταθήκαμε στην αγορά – οι έμποροι είχαν φύγει∙
κάτι περαστικοί συνάχτηκαν σ' ένα γύρο σκοτεινό.
Ο πιο λαμπρός μας πάει μπροστά και λέει:
«Τώρα ο τρομερός χαλκός των σαλπίγγων θα ηχήσει,
αποσύρεται το τίμιο βάρος μας
κι απ' τον φτωχό τελώνη κι από τον φαρισαίο∙
ωραίοι άνθρωποι, η ζωή σας δεν είχε τόπο για μας,
ήταν πιο μικρή από μας, αφού δεν έχει πίστη
να πολλαπλασιάζεται, να διαρκεί
ή ν' απατά
και δεν αντέχει στον καθρέφτη.
Δεν έχει αγνότητα και σαπίζει
θεούς δεν έχει μήτε καν να τους πυροβολεί
μήτε φως αγάπης άπτεται αυτής∙
Αποσυρόμαστε νικώντας –νικώντας;»
Ήταν η φωνή του ένας ρυθμός κυκλικός,
αδιάκοπος, απαλός
τρομερός,
διαπερνούσε το κάθε τι:
ήταν για τη γη και για τον ουρανό.
Κάποιοι κίνησαν ναρθούν
να προστεθούν στη συντροφιά μας
«Μη μας εγγίζετε
μη μας ακολουθείτε
μη μας βλέπετε
μη μας ενθυμείσθε.
Είμαστε ανεπανάληπτοι.»
~
Από τη συλλογή Πράγματα (1957)
Ο Πάνος Κ. Θασίτης (Μόλυβος Μυτηλήνης, 1923 - Θεσσαλονίκη, 2008) ήταν
ποιητής. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τα Μοσχονήσια της Μικράς
Ασίας. Το 1930 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη.
Τελείωσε τη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και εργάστηκε
ως δικηγόρος. Είναι ποιητής που ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Το
έργο του έχει σημείο αναφοράς τον πολιτικό και κοινωνικό ιστό από τον
οποίο προέκυψε. Προβάλλει τις ανησυχίες μιας ποιητικής συνείδησης της
Αριστεράς που πονά για τα ιδανικά που δεν πραγματοποιήθηκαν. Την ποίησή
του συγκροτούν το πιεστικό ιστορικό βίωμα, ένας προγραμματικός
αντιλυρισμός, η δύναμη της εικόνας. Για τη συλλογή «Τα πράγματα» ο Αλ.
Αργυρίου έγραψε: «ποιητικό τοπίο χαοτικό, καταρτισμένο με ανθρώπινες
ύλες, που απορρίπτει ως περιττά: συναισθήματα, εφήμερες εντυπώσεις,
λυρικά ολισθήματα. Γραφή που γοητεύεται από το συγκεκριμένο. Τόνος
κατηγορηματικός». Η στιχουργική του είναι ελλειπτική από το 1960 κι
έπειτα, καθώς άρχισε να βλέπει τον κόσμο περισσότερο αφαιρετικά και με
μεγαλύτερη εσωστρέφεια. Ο Mario Vitti γράφει: «ξεκινά από μία πολιτική
πλευρά της ζωής για να καταλήξει σε πιο προσωπικές ανησυχίες. Και στη
δική του περίπτωση οι κριτικοί χρησιμοποίησαν όρους όπως 'ποίηση της
ύπαρξης', 'ποίηση του άγχους' Ασχολήθηκε επίσης με τη θεωρία και την
κριτική της λογοτεχνίας. Είναι ο συντάκτης της πρώτης μελέτης
εφαρμοσμένου κριτικού λόγου για το «Άξιον Εστί» του Ελύτη με τίτλο
«Οδυσσέας Ελύτης (Η συνείδηση του ελληνικού μύθου)» το 1961. [Βιογραφία]