Φθινόπωρο.
Σκέφτομαι, πάντοτε όταν έχει τέτοιο καιρό, πώς δεν κατάλαβα ποτέ τι φέρνει μέσα μου τον νόστο του καλοκαιριού. Αναρωτιέμαι δηλαδή, προς τι να θέλουμε, το φως του ήλιου ενώ,
γυρεύουμε διαύγεια Θεού.
Ας αφήσουμε τον ήλιο, μαζί μ’ αυτούς που τα ψωφήμια τους,
του χρόνου φράζουνε τα καλντερίμια
Το φθινόπωρο, και πιο ψηλά,
ένα καράβι , μαθημένο στους αιθέρες,
Σκέφτομαι, πάντοτε όταν έχει τέτοιο καιρό, πώς δεν κατάλαβα ποτέ τι φέρνει μέσα μου τον νόστο του καλοκαιριού. Αναρωτιέμαι δηλαδή, προς τι να θέλουμε, το φως του ήλιου ενώ,
γυρεύουμε διαύγεια Θεού.
Ας αφήσουμε τον ήλιο, μαζί μ’ αυτούς που τα ψωφήμια τους,
του χρόνου φράζουνε τα καλντερίμια
Το φθινόπωρο, και πιο ψηλά,
ένα καράβι , μαθημένο στους αιθέρες,
ταξιδεύει. Σχίζοντας νεφελώματα.
Πιο πέρα, το λιμάνι. Με την λύπη να σου γνέφει από την προκυμαία. Φιλόξενος η λύπη,
Σε ξεναγεί σε πολιτείες πυρφόρων ουρανών της λάσπης.
Αχ, τα σάπια κουρέλια τα ριγμένα στους δρόμους, κομμάτια από ψωμί, που λιώναν στη βροχή, οι κραιπάλες, οι χίλιοι έρωτες που με οδήγησαν ως τον σταυρό. Και αυτός ο βρικόλακας, βασιλιάς των ψυχών που περιμένουνε την Άλλη Παρουσία.
Σαν να ήταν’ χθές με θυμάμαι. Με την σάρκα, κόκκινη από την πανώλη και την λάσπη. Με σκουλήκια να έρπουν στα μαλλιά μου και, να φωλιάζουν στις μασχάλες μου. Τα άλλα, τα σκουλήκια της καρδιάς, λαμπρότερα φριχτά. Εγώ, ένα σώμα ριγμένο να σαπίζει ανάμεσα σε γνώριμους νεκρούς. Ριγμένο να σαπίζει, μα εννοούσε. Δίχως αίσθημα. Χωρίς χρόνο.
Θα μπορούσα να είχα πεθάνει εκεί. Ούτε που να το σκέφτομαι!
Το φριχτό κάλεσμα! Το τέλος.
Τι βδέλυγμα! η κακομοιριά!
Τους φοβάμαι τους χειμώνες.
Ζητούνε πολλά.
Πρωτίστως θάλπος.
Κάποτε, βλέπω στον ουρανό κάτι ακρογιάλια, θάλασσας με δίχως τελειωμό. Και στις ακτές, πάνω στη θίνα, χορούς από έθνη λευκά.
Επάνω μου, βάρκα που λαμπυρίζει στον ήλιο
Με τις σημαίες του, πολύχρωμες, να πλαταγίζουνε στην αύρα του πρωινού.
Έφτιαξα όλες τις γιορτές. Σας έδωσα όλους τους θριάμβους και κάθε τραγωδία.
Έψαξα να βρω καινούριους ανθούς, γλώσσες άλλες και μιαν άλλη σάρκα.
Πίστεψα πως μου είχανε δοθεί υπεράνθρωπες δυνάμεις.
Ας προσγειωθώ καλύτερα. Και εγώ και η φαντασία μου και οι αναμνήσεις μου.
Ας την ξεχάσω την δόξα του καλλιτέχνη.
Εγώ, που με ονόμασα μάγο ή άγγελο, απαλλαγμένο από την ηθική, να ‘μαι, επιστρέφω στα υπόγεια της γης. Αναζητώ ένα χρέος. Κάτι να κάνω μόνον εγώ. Αν όχι, τι; Να αγκαλιάσω ποια; Την πραγματικότητα;
Να της φιλήσω τη ρυτιδωμένη μούρη;
Τι αγροίκος! Ε;
Έκανα λάθος.
Το σαφές και η διαύγεια, είναι αδέλφια του θανάτου μου.
Στο τέλος, θα ζητήσω και συγνώμη, γιατί με θρέψανε με ψέμα.
Πάει. Ούτε ένα χέρι φιλικό! Και εσύ μιλάς για βοήθεια…
~
μετάφραση: X.Σ.Kρεμνιώτης