Τι όμορφα τριγύριζα χωράφι το χωράφι
και ένιωθα ολάκερη τη θερινή τη δόξα,
μέχρι που εγώ ο πρίγκιπας του έρωτα τον είδα
‘κείνον που σύρθηκε όμορφα μέσα στις ηλιαχτίδες.
Όλα τα κρίνα μου ‘πλεξε να βάλω στα μαλλιά
και ρόδα κατακόκκινα να έχω για στεφάνι,
στους κήπους του με τράβηξε στην τόση ομορφιά
που όλες οι χρυσές χαρές ανθίζουν το κοτσάνι.
και ένιωθα ολάκερη τη θερινή τη δόξα,
μέχρι που εγώ ο πρίγκιπας του έρωτα τον είδα
‘κείνον που σύρθηκε όμορφα μέσα στις ηλιαχτίδες.
Όλα τα κρίνα μου ‘πλεξε να βάλω στα μαλλιά
και ρόδα κατακόκκινα να έχω για στεφάνι,
στους κήπους του με τράβηξε στην τόση ομορφιά
που όλες οι χρυσές χαρές ανθίζουν το κοτσάνι.
Του Μάη οι γλυκοδροσιές νότισαν τα φτερά μου
κι ο Φοίβος φλόγισε μ’ ορμή την όμορφη φωνή μου,
στα ξαφνικά με έπιασε με δίχτυ μεταξένιο
και σε κλουβί με έκλεισε χρυσό μαλαματένιο.
Απ’ έξω εκείνος κάθεται, του αρέσει να μ’ ακούει
κι ύστερα με χαμόγελο στα χέρια του με παίζει,
μ’ ανοίγει το χρυσό φτερό που τώρα δεν πετάει,
η λευτεριά μου χάθηκε κι εκείνος το γλεντάει.
~
μτφρ. Γιάννης Λειβαδάς,
εκδόσεις Κουκούτσι 2015