Σκεφτόταν ότι κρατάει το σύμπαν μοναχός του·
διότι η μόνη απόκριση που του ήταν δυνατή
ήταν ο ίδιος ο αντίλαλος, η σκωπτική ηχώ του,
απ’ την κατάφυτη βουνοπλαγιά, στην άλλη ακτή
της λίμνης. Κι ένα πρωί – από τη φαγωμένη όχθη
έτσι θα κραύγαζε, ότι αυτό είναι μόνο που πρέπει
στη ζωή: η αντικρυστή αγάπη, μια φωνή – και όχι
ο έρως εαυτού σε αντίγραφο, μόνος να επιστρέφει.
Και τίποτα, ποτέ, δεν εγκυμόνησε τούτη η κραυγή.
Εκτός κι αν, σε απάντηση: ένα πλάσμα τότε όρμησε
στο βουναλάκι της πλαγιάς – από την αντίπερα γη.
Κι ύστερα βούτηξε στα απόμερα νερά και διέσχισε,
όπως οι ώρες αργοκύλησαν, τη λίμνη κολυμπώντας.
Μα όταν πλησίασε εγγύς, δεν έμελλε ανθρώπινο· αντί
για κάποιον άλλο στο πλάι του, ένα ελάφι – ωθώντας
και κομματιάζοντας τα νερά, ξεπρόβαλε στην ακτή.
Στεριώθηκε ρωμαλέα στη γη και ολάκερο στάζοντας,
όπως ο καταρράκτης, περαστικό και αστραποβόλο.
Κι έτσι προχώρησε με άγρια βήματα και σπάζοντας,
όπως διάβαινε, τα χαμόκλαδα – και αυτό ήταν όλο.
~
διότι η μόνη απόκριση που του ήταν δυνατή
ήταν ο ίδιος ο αντίλαλος, η σκωπτική ηχώ του,
απ’ την κατάφυτη βουνοπλαγιά, στην άλλη ακτή
της λίμνης. Κι ένα πρωί – από τη φαγωμένη όχθη
έτσι θα κραύγαζε, ότι αυτό είναι μόνο που πρέπει
στη ζωή: η αντικρυστή αγάπη, μια φωνή – και όχι
ο έρως εαυτού σε αντίγραφο, μόνος να επιστρέφει.
Και τίποτα, ποτέ, δεν εγκυμόνησε τούτη η κραυγή.
Εκτός κι αν, σε απάντηση: ένα πλάσμα τότε όρμησε
στο βουναλάκι της πλαγιάς – από την αντίπερα γη.
Κι ύστερα βούτηξε στα απόμερα νερά και διέσχισε,
όπως οι ώρες αργοκύλησαν, τη λίμνη κολυμπώντας.
Μα όταν πλησίασε εγγύς, δεν έμελλε ανθρώπινο· αντί
για κάποιον άλλο στο πλάι του, ένα ελάφι – ωθώντας
και κομματιάζοντας τα νερά, ξεπρόβαλε στην ακτή.
Στεριώθηκε ρωμαλέα στη γη και ολάκερο στάζοντας,
όπως ο καταρράκτης, περαστικό και αστραποβόλο.
Κι έτσι προχώρησε με άγρια βήματα και σπάζοντας,
όπως διάβαινε, τα χαμόκλαδα – και αυτό ήταν όλο.
~
μτφρ.: Στέργιος Μήτας