Μικρό γυυαλιστερό ζωάκι
οπού φοβάσαι όλο και ζαρώνεις,
μην τρέχεις να γλυτώσεις από μένα
με βιάση τόση!
Δε σε χτυπά το φτυάρι μου και δε μπορεί να σε σκοτώσει!
Πολύ λυπάμαι πού οι άνθρωποι εχτροί
γίναν σ' όλα τα πλάσματα της φύσης,
ώστε να σκέφτεσαι τόσο κακά γι' αυτούς
και να φοβάσαι εμένα πού 'χω απ' το χώμα γεννηθεί θνητός
καθώς εσένα.
Ξέρω, πώς κάθε τόσο, φτωχό, κλέβεις
κανένα ψίχουλο, πρέπει να ζήσεις!
Αν κάποιο στάχυ πού 'πεσε μου πήρες
σπουδαίο δεν είναι.
Το στάχυ αυτό γούρι θα φέρει, κι άλλα
στάχυα μεγάλα.
Σου γκρέμισα το τοσοδούλι σου σπιτάκι
τους παιχνιδότοιχούς του πήρ' οαέρας
και δεν υπάρχουν χλωρά μούσκλα άλλο να χτίσεις
κι οι άνεμοι
χίμηξαν κιόλας, παγεροί σε ζώνουν
και σε δαγκώνουν.
Είχες δει τα χωράφια γυμνά κι άδεια
κι ένοιωθες να 'ρχεται ο κακός χειμώνας
έλπιζες βολεμένο στο νοικοκυριό σου
καλά να τον περνούσες.
Μα τρα! τ' αλύπητο υνί σε μια στιγμούλα μόνη
σε ξεσπιτώνει.
Πόσον καιρό ροκάνιζες για να τον στήσεις
κειό το μικρό σωρό τα καλαμοφυλλάκια.
Τώρα σε διώξαν, και δε φτάνει ο πόνος
μα δε θα 'χεις σπίτι
σαν πάρει στα χωράφια και το στρώνει
πάχνη και χιόνι.
Μα, τυφλοπόντικα, δεν είσαι ο μόνος
που δείχνει πώς η πρόνοια μάταιη είναι.
Τα πι' όμορφα σχέδια και ποντικών κι ανθρώπων
συχνά σωροί συντρίμμια
κι η υπόσχεση αντί χαρές μας δίνει μόνο
πλέξη και πόνο.
Και πάλι, ω ποντικέ, από με πιο ευτυχισμένος είσαι!
γιατι μονάχα τωρινά κακά σε βασανίζουν,
ενώ εγώ, το μάτι αν στρέψω πίσω
πληγές να στάζουν θ' αντικρύσω.
Κι' αν μπρος κοιτάξω τρέμω για ό,τι
μαντεύω να 'ρχεται κατόπι.
οπού φοβάσαι όλο και ζαρώνεις,
μην τρέχεις να γλυτώσεις από μένα
με βιάση τόση!
Δε σε χτυπά το φτυάρι μου και δε μπορεί να σε σκοτώσει!
Πολύ λυπάμαι πού οι άνθρωποι εχτροί
γίναν σ' όλα τα πλάσματα της φύσης,
ώστε να σκέφτεσαι τόσο κακά γι' αυτούς
και να φοβάσαι εμένα πού 'χω απ' το χώμα γεννηθεί θνητός
καθώς εσένα.
Ξέρω, πώς κάθε τόσο, φτωχό, κλέβεις
κανένα ψίχουλο, πρέπει να ζήσεις!
Αν κάποιο στάχυ πού 'πεσε μου πήρες
σπουδαίο δεν είναι.
Το στάχυ αυτό γούρι θα φέρει, κι άλλα
στάχυα μεγάλα.
Σου γκρέμισα το τοσοδούλι σου σπιτάκι
τους παιχνιδότοιχούς του πήρ' οαέρας
και δεν υπάρχουν χλωρά μούσκλα άλλο να χτίσεις
κι οι άνεμοι
χίμηξαν κιόλας, παγεροί σε ζώνουν
και σε δαγκώνουν.
Είχες δει τα χωράφια γυμνά κι άδεια
κι ένοιωθες να 'ρχεται ο κακός χειμώνας
έλπιζες βολεμένο στο νοικοκυριό σου
καλά να τον περνούσες.
Μα τρα! τ' αλύπητο υνί σε μια στιγμούλα μόνη
σε ξεσπιτώνει.
Πόσον καιρό ροκάνιζες για να τον στήσεις
κειό το μικρό σωρό τα καλαμοφυλλάκια.
Τώρα σε διώξαν, και δε φτάνει ο πόνος
μα δε θα 'χεις σπίτι
σαν πάρει στα χωράφια και το στρώνει
πάχνη και χιόνι.
Μα, τυφλοπόντικα, δεν είσαι ο μόνος
που δείχνει πώς η πρόνοια μάταιη είναι.
Τα πι' όμορφα σχέδια και ποντικών κι ανθρώπων
συχνά σωροί συντρίμμια
κι η υπόσχεση αντί χαρές μας δίνει μόνο
πλέξη και πόνο.
Και πάλι, ω ποντικέ, από με πιο ευτυχισμένος είσαι!
γιατι μονάχα τωρινά κακά σε βασανίζουν,
ενώ εγώ, το μάτι αν στρέψω πίσω
πληγές να στάζουν θ' αντικρύσω.
Κι' αν μπρος κοιτάξω τρέμω για ό,τι
μαντεύω να 'ρχεται κατόπι.
~
Μετάφραση: Ρίτα Μπούμη Παπά
«Τα πι' όμορφα σχέδια και ποντικών κι ανθρώπων συχνά σωροί συντρίμμια». Αυτό το δίστιχο από το ποίημα του Ρόμπερτ Μπερνς «Σ’ ένα ποντίκι» έδωσε την έμπνευση στον Τζον Στάινμπεκ να γράψει, το έτος 1937, σε μορφή νουβέλας, το έργο «Άνθρωποι και ποντίκια», που σήμερα θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα του Νομπελίστα συγγραφέα.