Η γκρίζα θάλασσα κι η άπλετη μαυριδερή στεριά·
Και το κίτρινο μισοφέγγαρο μεγάλο και χαμηλό:
Και τα ξαφνιασμένα μικρά κύματα που ξεπηδούν
Σε φλογερούς βοστρύχους από τον ύπνο τους,
Καθώς πλησιάζω τον ορμίσκο με πλώρη ορμητική,
Και της κόβω τη φόρα στη λασπερή αμμουδιά.
Κατόπιν ένα μίλι ζεστής θαλασσοφίλητης ακτής·
Τρία χωράφια να διασχίσω μέχρι μια φάρμα να φανεί :
Ένα χτύπημα στο τζάμι, το γρήγορο απότομο τρίξιμο
Και το γαλάζιο σπίθισμα ενός αναμμένου σπίρτου,
Και μια φωνή σιγανότερη, μες από χαρές και φόβους,
Απ’ τις δύο καρδιές που χτυπούν η μία για την άλλη!
Και το κίτρινο μισοφέγγαρο μεγάλο και χαμηλό:
Και τα ξαφνιασμένα μικρά κύματα που ξεπηδούν
Σε φλογερούς βοστρύχους από τον ύπνο τους,
Καθώς πλησιάζω τον ορμίσκο με πλώρη ορμητική,
Και της κόβω τη φόρα στη λασπερή αμμουδιά.
Κατόπιν ένα μίλι ζεστής θαλασσοφίλητης ακτής·
Τρία χωράφια να διασχίσω μέχρι μια φάρμα να φανεί :
Ένα χτύπημα στο τζάμι, το γρήγορο απότομο τρίξιμο
Και το γαλάζιο σπίθισμα ενός αναμμένου σπίρτου,
Και μια φωνή σιγανότερη, μες από χαρές και φόβους,
Απ’ τις δύο καρδιές που χτυπούν η μία για την άλλη!