Όλοι είναι στα χωράφια: η μικρή ίζμπα συνήθισε
αυτή τη μοναξιά, αναπνέει, τρυφερή, σα παραμάνα,
σκεπάζει την ήρεμη κραυγή του μωρού που κλαίει.
Στο τζάκι, σα να κοιμάται, είναι ξαπλωμένος ένας γέρος,
σκέφτεται αυτά που χάθηκαν
και σα μιλούσα θα ʽταν ποιητής.
Μα κείνος σιωπά• ας του χαρίσει γαλήνη ο Κύριος.
Κι ανάμεσα στην καρδιά και το στόμα μου
η απόσταση τεράστια, πέλαγος … σκοτεινιάζει πια η σκεπή
και η γλυκιά, όμορφη αγάπη
βγαίνει απʼ τα στήθη χιλιάδων χρόνων
και δεν βρήκε τα χείλη, – και έμαθε, ξανά
ότι σωτηρία δεν υπάρχει,
ότι το φτωχό πλήθος των κουρασμένων λόγων,
ξένο, θα προσπεράσει τη ζωή.
Μεσημέρι, 7 Δεκεμβρίου 1900
αυτή τη μοναξιά, αναπνέει, τρυφερή, σα παραμάνα,
σκεπάζει την ήρεμη κραυγή του μωρού που κλαίει.
Στο τζάκι, σα να κοιμάται, είναι ξαπλωμένος ένας γέρος,
σκέφτεται αυτά που χάθηκαν
και σα μιλούσα θα ʽταν ποιητής.
Μα κείνος σιωπά• ας του χαρίσει γαλήνη ο Κύριος.
Κι ανάμεσα στην καρδιά και το στόμα μου
η απόσταση τεράστια, πέλαγος … σκοτεινιάζει πια η σκεπή
και η γλυκιά, όμορφη αγάπη
βγαίνει απʼ τα στήθη χιλιάδων χρόνων
και δεν βρήκε τα χείλη, – και έμαθε, ξανά
ότι σωτηρία δεν υπάρχει,
ότι το φτωχό πλήθος των κουρασμένων λόγων,
ξένο, θα προσπεράσει τη ζωή.
Μεσημέρι, 7 Δεκεμβρίου 1900