Αγαπημένε, φώναξε με! Δυνατά φώναξέ με!
Μη μ’ αφήνεις να στέκω στο παράθυρο τόση ώρα
Στις γέρικες δεντροστοιχίες με τα πλατάνια
δεν αγρυπνά πια το βράδυ
έχουν αδειάσει.
Κι όπως δεν έρχεσαι πια, στο νυχτωμένο σπίτι
με τη φωνή σα να με κλείσεις,
από τα χέρια μου έξω, μες στους κήπους
Μη μ’ αφήνεις να στέκω στο παράθυρο τόση ώρα
Στις γέρικες δεντροστοιχίες με τα πλατάνια
δεν αγρυπνά πια το βράδυ
έχουν αδειάσει.
Κι όπως δεν έρχεσαι πια, στο νυχτωμένο σπίτι
με τη φωνή σα να με κλείσεις,
από τα χέρια μου έξω, μες στους κήπους
του σκοτεινού γαλάζιου
Θα διαχυθώ…..Άνθρωποι μέσα στη νύχτα
Οι νύχτες , για τα πλήθη, δεν έγιναν, στοχάσου.
Η νύχτα σε χωρίζει από το γείτονά σου,
Γι αυτό , δεν πρέπει, εσύ, να τον ζητήσεις.
Κι αν νύχτα, ανάψεις φως στην κάμαρά σου,
Στο πρόσωπον ανθρώπους ν’ αντικρίσεις…
Ποιους ;- πρέπει τον εαυτό σου να ρωτήσεις.
Οι άνθρωποι, φοβερά, απ’ το φως, είν’ αλλοιωμένοι,
Που το ιδρώνουνε τα πρόσωπά τους,
Κι αν νύχτα, τύχαινε να είναι μαζεμένοι,
Έναν κόσμο που θα παραπάταγε, να δεις θα μπορούσες,
Ο ένας στον άλλο πάνω ακουμπισμένοι.
Κίτρινο φως, πάνω στα μέτωπά τους,
όλες τις σκέψεις έδιωξε μακριά,
το κρασί τρέμει μες τα βλέμματα τους
και στα χέρια τους κρέμεται η βαριά χειρονομία,
που μ’ αυτήν εννοούνε, όταν συνομιλούν,
όταν συνομιλούν, ο ένας τον άλλο και σ’ αυτό επάνω,
ολοένα λεν: Εγώ κ’ Εγώ και. Με το Εγώ, έναν άλλον,
οποιονδήποτε θεωρούνε.
~
Μετάφραση: Άρης Δικταίος