Ι.
Ω άγριε Δυτικέ Άνεμε, πνοή εσύ της ύπαρξης του Φθινοπώρου,
Εσύ, που απ’ την αόρατή σου παρουσία τα πεθαμένα φύλλα
Παρασύρονται, όπως φαντάσματα που ένας μάγος τα σκορπίζει,
Κίτρινα και μαύρα και χλωμά και κόκκινα πυρετικά,
Μέγα πλήθος χτυπημένο από λοιμό: Ω Εσύ,
Που ηνιοχεύεις στο σκοτεινό τους χειμωνιάτικο κρεβάτι
Ω άγριε Δυτικέ Άνεμε, πνοή εσύ της ύπαρξης του Φθινοπώρου,
Εσύ, που απ’ την αόρατή σου παρουσία τα πεθαμένα φύλλα
Παρασύρονται, όπως φαντάσματα που ένας μάγος τα σκορπίζει,
Κίτρινα και μαύρα και χλωμά και κόκκινα πυρετικά,
Μέγα πλήθος χτυπημένο από λοιμό: Ω Εσύ,
Που ηνιοχεύεις στο σκοτεινό τους χειμωνιάτικο κρεβάτι
Τους φτερωτούς σπόρους, όπου κείνται κρυμμένοι και ψυχροί,
Ένα κουφάρι ο καθένας μες στον τάφο του, ώσπου
Της Άνοιξης η αδελφή σου γαλανή να φυσήξει
Τη σάλπιγγά της πάνω απ’ τη γη που ονειρεύεται και να γεμίσει
(Τα γλυκά ανθάκια οδηγώντας σαν κοπάδια στον αέρα για να ταϊστούν)
Με ζωντανά χρώματα και αρώματα τους λόφους και τις πεδιάδες:
Άγριο Πνεύμα, που ολούθε περιφέρεσαι·
Καταστροφέα και Σωτήρα· άκου! Ω, άκου!
ΙΙ.
Εσύ που απ’ το ρεύμα σου, στου απόκρημνου ουρανού την ταραχή,
Ελεύθερα τα σύννεφα σκορπάνε, όπως της Γης τα φύλλα τα ξερά,
Καθώς τινάζονται απ’ τα πλεγμένα τα κλαδιά του Ουρανού και του Ωκεανού,
Άγγελοι της καταιγίδας και της αστραπής: εκεί απλώνονται
Στην κυανή επιφάνεια της αέρινής σου ορμής,
Σαν τα στιλπνά μαλλιά που ορθώνονται στην κεφαλή
Μιας άγριας Μαινάδας, απ’ τη θολή γραμμή
Του ορίζοντα μέχρι και του ύψους το αποκορύφωμα,
Οι βόστρυχοι της καταιγίδας που επέρχεται. Εσύ Θρήνε
Του θνήσκοντος έτους, για το οποίο η νύχτα που σιμώνει
Θα είναι ο θόλος ενός απέραντου μνήματος,
Υψωμένου με όλη σου τη συγκεντρωμένη δύναμη
Των υδρατμών, που απ’ την ατμόσφαιρά τους την πυκνή
Μαύρη βροχή και φλόγα και χαλάζι θα ξεχυθεί: ω, άκου!
ΙΙΙ.
Εσύ που αφύπνισες από τα θερινά της όνειρα
Τη γαλανή Μεσόγειο, εκεί όπου αναπαυότανε,
Νανουρισμένη από την περιδίνηση των κρυσταλλένιων της ρευμάτων,
Πλάι σε μια νήσο από ελαφρόπετρα στης Μπάιας τον όρμο,
Και έβλεπε μες στον ύπνο της πύργους κι αρχαία ανάκτορα
Να τρέμουνε στου κύματος τη δυνατή φεγγοβολή,
Κρυμμένα όλα κάτω από βρύα και λουλούδια κυανά,
Τόσο γλυκά, που ο νους λιγοθυμά όταν τα παρασταίνει! Εσύ
Που από το πέρασμά σου τα ρεύματα στην επιφάνεια του Ατλαντικού
Σχίζονται κι ανοίγουν χάσματα, ενώ βαθιά από κάτω
Τ’ άνθη της θάλασσας και τα ιλυώδη δάση που φορούν
Του ωκεανού το άχυμο φύλλωμα αναγνωρίζουν
Τη φωνή σου, κι άξαφνα χάνουν το χρώμα τους από τον φόβο,
Και τρέμουνε κι απογυμνώνονται: ω, άκου!
IV.
Ας ήμουν ένα πεθαμένο φύλλο, εσύ μπορούσες να με σήκωνες·
Ας ήμουν ένα γρήγορο σύννεφο για να πετάω μαζί σου·
Ένα κύμα για να ασθμαίνω κάτω απ’ τη δύναμή σου και να μοιράζομαι
Την ώθηση της ισχύος σου, μόνο λιγότερο ελεύθερος
Απ’ ό,τι, ω Αχαλίνωτε, εσύ! Ας ήμουν μόνο
Όπως τότε που ήμουνα παιδί και θα γινόμουν
Ο σύντροφός σου στις περιπλανήσεις σου στον Ουρανό,
Όπως τότε που το να ξεπεράσω την ουράνια ταχύτητά σου
Μόλις που έμοιαζε με όνειρο· ποτέ δεν θα ‘μπαινα σε τέτοιον αγώνα
Εγώ μαζί σου, που είμαι ένας ικέτης μες στην πικρή μου ανημποριά.
Ω, σαν κύμα, σαν φύλλο, σαν σύννεφο, σήκωσέ με!
Πληγώνομαι πάνω στ’ αγκάθια της ζωής! Αιμορραγώ!
Ένα βαρύ φορτίο ωρών έχει δέσει κι έχει λυγίσει
Έναν ακόμη όμοιό σου: αδάμαστο και γρήγορο και υπερήφανο.
V.
Κάνε με λύρα σου, τέτοια που ‘ναι και το δάσος:
Τι κι αν τα φύλλα μου σαν τα δικά του πέφτουνε!
Ο αχός των ισχυρών αρμονιών σου
Θα πάρει από τους δυο μας έναν βαθύ φθινοπωρινό τόνο,
Γλυκό ακόμη και στη θλίψη του. Γίνε εσύ, άγριο Πνεύμα,
Το πνεύμα μου! Εσύ, παράφορε, γίνε εγώ!
Οδήγησε τις νεκρές μου σκέψεις μες στο σύμπαν,
Σαν τα φύλλα τα ξερά, για να επιταχύνεις μια νέα γέννηση!
Και, με τη μαγική επωδή τού στίχου αυτού,
Σκόρπισε, σαν να ‘ναι μιας άσβεστης εστίας
Oι στάχτες και οι σπίθες, τα λόγια μου σ’ όλη την ανθρωπότητα!
Για τη γη που ακόμα δεν αφυπνίστηκε γίνε μέσ’ απ’ τα χείλη μου
Μιας προφητείας η σάλπιγγα! Ω, Άνεμε,
Αν έρθει ο Χειμώνας, μπορεί η Άνοιξη να είναι μακριά;
~
Μετάφραση Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
πηγή - σχόλιο