Έξη βδομάδες κιόλα, κι άλλες δεκαπέντε ακόμα
Μέρες ατέλειωτες! Μες στους ανθρώπινους καϋμούς,
Βέβαια, καϋμός πικρός ωσάν το χωρισμό δεν είναι!
Γράφεις, σου γράφουν, λες πως αγαπάς, πως σ' αγαπούνε,
Το βλέμμα, κάθε μέρα, τις κινήσεις, τη φωνή
Του πλάσματος φέρνεις στο νου που είναι όλη η ύπαρξή σου,
Ώρες μ' εκείνον μοναχός μιλείς που είναι μακρυά.
Μα ό,τι κι αν αισθανθής κι' ότι κι' αν στοχαστής και όλα όσα
Μ' εκείνον πεις που βρίσκεται μακρυά σου, είναι όλα αυτά
Άτονα κι ' άχρωμα και μελαγχολικά πιστά.
Μέρες ατέλειωτες! Μες στους ανθρώπινους καϋμούς,
Βέβαια, καϋμός πικρός ωσάν το χωρισμό δεν είναι!
Γράφεις, σου γράφουν, λες πως αγαπάς, πως σ' αγαπούνε,
Το βλέμμα, κάθε μέρα, τις κινήσεις, τη φωνή
Του πλάσματος φέρνεις στο νου που είναι όλη η ύπαρξή σου,
Ώρες μ' εκείνον μοναχός μιλείς που είναι μακρυά.
Μα ό,τι κι αν αισθανθής κι' ότι κι' αν στοχαστής και όλα όσα
Μ' εκείνον πεις που βρίσκεται μακρυά σου, είναι όλα αυτά
Άτονα κι ' άχρωμα και μελαγχολικά πιστά.
Ω! η απουσία! η πιο σκληρή απ' τις δυστυχίες όλες!
Στις λέξεις και στις φράσεις να ζητείς ξαλαφρωμό,
Στο άπειρο μέσα πλήθος των θλιμμένων στοχασμών σου,
Κι' ό,τι θα βρης ανούσιο πάντα να 'ναι και πικρό!
Κι' ύστερα, να, αιχμηρή και κρύα ωσάν λεπίδι,
Γοργότερη από τα πουλιά, κι' από τις σφαίρες πιο γοργή,
Κι απ' το νοτιά στη θάλασσα κι απ' τ' αγριοφύσημά του,
Και μ' ένα δηλητήριο στην αιχμή θανατερό,
Να, όμοια με βέλος, που έρχεται στο τέλος η Υποψία,
Ξαπολυμένη από την άθλια την Αμφιβολία τη βδελυρή.
Μπορεί ποτέ; Ενώ στο τραπέζι ακουμπισμένος
Το γράμμα της με δάκρυα το διαβάζω εγώ,
Το γράμμα της που όλο για την αγάπη της μου λέει,
Την ώρα εκείνη η σκέψη της να 'ναι δοσμένη αλλού;
Ποιος ξέρει: Ενώ για μένα αργές εδώ και θλιβερές
Κυλούν οι μέρες, σαν ποτάμι μ' όχθη ξεραμένη,
Ίσως να χαμογέλασε το χείλι της τ' αγνό;
'Ισως να 'ναι χαρούμενη και να με λησμονάει;
Και μελαγχολικός το γράμμα της ξαναδιαβάζω.
Στις λέξεις και στις φράσεις να ζητείς ξαλαφρωμό,
Στο άπειρο μέσα πλήθος των θλιμμένων στοχασμών σου,
Κι' ό,τι θα βρης ανούσιο πάντα να 'ναι και πικρό!
Κι' ύστερα, να, αιχμηρή και κρύα ωσάν λεπίδι,
Γοργότερη από τα πουλιά, κι' από τις σφαίρες πιο γοργή,
Κι απ' το νοτιά στη θάλασσα κι απ' τ' αγριοφύσημά του,
Και μ' ένα δηλητήριο στην αιχμή θανατερό,
Να, όμοια με βέλος, που έρχεται στο τέλος η Υποψία,
Ξαπολυμένη από την άθλια την Αμφιβολία τη βδελυρή.
Μπορεί ποτέ; Ενώ στο τραπέζι ακουμπισμένος
Το γράμμα της με δάκρυα το διαβάζω εγώ,
Το γράμμα της που όλο για την αγάπη της μου λέει,
Την ώρα εκείνη η σκέψη της να 'ναι δοσμένη αλλού;
Ποιος ξέρει: Ενώ για μένα αργές εδώ και θλιβερές
Κυλούν οι μέρες, σαν ποτάμι μ' όχθη ξεραμένη,
Ίσως να χαμογέλασε το χείλι της τ' αγνό;
'Ισως να 'ναι χαρούμενη και να με λησμονάει;
Και μελαγχολικός το γράμμα της ξαναδιαβάζω.
~
Μετάφραση: Κλέων Παράσχος