Ο ΜΑΥΛΙΣΤΗΣ Ι
Εσείς καμπύλες, μαίανδροι,
του ψεύτη μυστική απορία:
ποια τέχνη να ’ν’ πιο τρυφερή
απ’ ό,τι τούτ’ η αργοπορία;
Πού σε πηγαίνω ως οδηγός
καλά το ξέρω – θα σ’ το γράψω:
κακός μπορεί νά ’ν’ ο σκοπός·
δεν θέλω, ωστόσο, να σε βλάψω.
Εσείς καμπύλες, μαίανδροι,
του ψεύτη μυστική απορία:
ποια τέχνη να ’ν’ πιο τρυφερή
απ’ ό,τι τούτ’ η αργοπορία;
Πού σε πηγαίνω ως οδηγός
καλά το ξέρω – θα σ’ το γράψω:
κακός μπορεί νά ’ν’ ο σκοπός·
δεν θέλω, ωστόσο, να σε βλάψω.
(Κι αν κάποια σου χαμογελά
με το καμάρι που γνωρίζει
το κάλλος, τόση, ω, αποκοτιά
την αποπροσανατολίζει.)
Εσείς καμπύλες, μαίανδροι,
του ψεύτη μυστική απορία:
να κάμω θέλω ν’ ακουστεί
η λέξη η τρυφερή, κυρία!
Ο ΜΑΥΛΙΣΤΗΣ ΙΙ
Τρελά, κακά δες ξεκινάνε
(σαν μέλισσα ονειρευτή)
τα χείλη μου και σε φιλάνε
μες στο καυτό σου το αφτί.
Λατρεύω την αδύναμη
κατάπληξή σου – μια τολύπη·
και απλώς βουτάνε μέσα εκεί
καρδιάς ερωτικής οι χτύποι.
Ποιό θαύμα, εν τούτοις, έχει γίνει;
Βουίζει… το αίμα σου βομβεί!
Και ναι, ναι, είμαι αυτός που δίνει
στην αύρα νόημα και ζωή.
Στα κρεμαστά σου τα μαλλιά
και τρυφερή και κακιωμένη η
ψυχή μου τώρα τυραννά
ό,τι ποθεί σαν λιμασμένη.
~
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής