Τώρα να μ' αφήνατε ήσυχον
τώρα συνηθίστε χωρίς εμένα.
Τώρα θα κλείσω τα μάτια μου.
Και μόνο θέλω πέντε πράγματα
πέντε ρίζες που ξεχωρίζω.
H μια είναι ο έρωτας δίχως τέλος.
Τo δεύτερο είναι να κοιτάζω το φθινόπωρο.
Δεν μπορώ αν δεν πετάνε
και δεν ξαναγυρνάνε τα φύλλα στη γη.
Το τρίτο είναι ο βαρύς χειμώνας
η βροχή που αγάπησα, το χάδι
της φωτιάς μέσ' τ άγριο κρύο.
Τέταρτο έρχεται το καλοκαίρι
στρογγυλό σαν καρπούζι.
Το πέμπτο πράμα είναι τα μάτια σου.
Ματίλντε μου, πολυαγαπημένη.
Δε θέλω να κοιμάμαι χωρίς τα μάτια σου,
δε θέλω να είμαι, αν εσύ δε με βλέπεις:
εγώ αλλάζω άνοιξη
μόνο γιατί με κοιτάς εσύ.
Φίλοι, αυτά είναι τα όσα θέλω.
σχεδόν τίποτα και σχεδόν όλα.
Τώρα, αν θέλετε, πηγαίνετε.
Έχω ζήσει τόσο που κάποια μέρα
θα πρέπει αναγκαστικά να με ξεχάσετε,
σβήνοντάς με από τον πίνακα:
η καρδιά μου υπήρξε ατέρμονη.
Όμως, επειδή ζητάω σιωπή,
μη νομίσετε πως θα πεθάνω:
μου συμβαίνει εντελώς το αντίθετο:
συμβαίνει πως πρόκειται να βιωθώ.
Συμβαίνει πως είμαι και ότι συνεχίζω.
Όχι για τίποτα άλλο, αλλά γιατί μέσα μου
θα βλαστήσουν δημητριακά,
πρώτα οι σπόροι που σκίζουνε
το χώμα για να δούνε το φως.
Όμως η μάνα γη είναι σκοτεινή:
κι' από μέσα μου είμαι σκοτεινός:
είμαι σαν πηγάδι που μέσα στα νερά του
αφήνει τ' αστέρια της η νύχτα
και συνεχίζει στον κάμπο μοναχή.
Και επειδή έζησα τόσο,
θέλω να ζήσω άλλο τόσο.
Ποτέ δεν ένιωσα έτσι ηχηρός,
ποτέ δεν είχα τόσα φιλιά.
Τώρα, όπως πάντα, είναι νωρίς.
Πετάει το φως με τις μέλισσές του.
Αφήστε με μόνο μου με την ημέρα.
Ζητάω την άδεια να γεννηθώ.
~
τώρα συνηθίστε χωρίς εμένα.
Τώρα θα κλείσω τα μάτια μου.
Και μόνο θέλω πέντε πράγματα
πέντε ρίζες που ξεχωρίζω.
H μια είναι ο έρωτας δίχως τέλος.
Τo δεύτερο είναι να κοιτάζω το φθινόπωρο.
Δεν μπορώ αν δεν πετάνε
και δεν ξαναγυρνάνε τα φύλλα στη γη.
Το τρίτο είναι ο βαρύς χειμώνας
η βροχή που αγάπησα, το χάδι
της φωτιάς μέσ' τ άγριο κρύο.
Τέταρτο έρχεται το καλοκαίρι
στρογγυλό σαν καρπούζι.
Το πέμπτο πράμα είναι τα μάτια σου.
Ματίλντε μου, πολυαγαπημένη.
Δε θέλω να κοιμάμαι χωρίς τα μάτια σου,
δε θέλω να είμαι, αν εσύ δε με βλέπεις:
εγώ αλλάζω άνοιξη
μόνο γιατί με κοιτάς εσύ.
Φίλοι, αυτά είναι τα όσα θέλω.
σχεδόν τίποτα και σχεδόν όλα.
Τώρα, αν θέλετε, πηγαίνετε.
Έχω ζήσει τόσο που κάποια μέρα
θα πρέπει αναγκαστικά να με ξεχάσετε,
σβήνοντάς με από τον πίνακα:
η καρδιά μου υπήρξε ατέρμονη.
Όμως, επειδή ζητάω σιωπή,
μη νομίσετε πως θα πεθάνω:
μου συμβαίνει εντελώς το αντίθετο:
συμβαίνει πως πρόκειται να βιωθώ.
Συμβαίνει πως είμαι και ότι συνεχίζω.
Όχι για τίποτα άλλο, αλλά γιατί μέσα μου
θα βλαστήσουν δημητριακά,
πρώτα οι σπόροι που σκίζουνε
το χώμα για να δούνε το φως.
Όμως η μάνα γη είναι σκοτεινή:
κι' από μέσα μου είμαι σκοτεινός:
είμαι σαν πηγάδι που μέσα στα νερά του
αφήνει τ' αστέρια της η νύχτα
και συνεχίζει στον κάμπο μοναχή.
Και επειδή έζησα τόσο,
θέλω να ζήσω άλλο τόσο.
Ποτέ δεν ένιωσα έτσι ηχηρός,
ποτέ δεν είχα τόσα φιλιά.
Τώρα, όπως πάντα, είναι νωρίς.
Πετάει το φως με τις μέλισσές του.
Αφήστε με μόνο μου με την ημέρα.
Ζητάω την άδεια να γεννηθώ.
~