Κατά τον Ιούνιο
καθώς η πόλη που αιωρείται
πάνω απ’ τη δική μας τη σύγχυση
υψώνεται μες στη φωτοβολή
την αβέβαιη την ώρα ανάμεσα σ’ ύπνο κι αγρύπνια
όταν το σώμα στο ίδιο του το βάρος υποκύπτει
μα ξανασηκώνεται πάνω απ’ την κούρασή του
στου χρόνου τη ρωγμή ανάμεσα στο χελιδόνι και τον γκιώνη
ανάμεσα στη ζωή και την επιβίωση
καθώς η πόλη που αιωρείται
πάνω απ’ τη δική μας τη σύγχυση
υψώνεται μες στη φωτοβολή
την αβέβαιη την ώρα ανάμεσα σ’ ύπνο κι αγρύπνια
όταν το σώμα στο ίδιο του το βάρος υποκύπτει
μα ξανασηκώνεται πάνω απ’ την κούρασή του
στου χρόνου τη ρωγμή ανάμεσα στο χελιδόνι και τον γκιώνη
ανάμεσα στη ζωή και την επιβίωση
Συ που συντρίβεις τη δουλοπρέπεια και την υπεροψία
-καθώς λένε- κείνου που υποφέρει, έλα
αν δεν είσαι κιόλας κάπου
με μορφή πλάνητα,
σακάτη, παιδιού ζαβολιάρικου.
Ακολούθα τα βήματα κείνου που δείλιασε, πλησίασέ τον
τον μοναχικό, και πες κι εσύ: η αρετή, όταν δε στοχεύει
την αγάπη, είναι γράμμα κενό.
Είναι την ώρα τούτη, στο μέσον του χρόνου
που ο άστεγος σέρνει τα κουρέλια του
στο γρασίδι το πατημένο κι αναζητά καταφύγιο,
λαμπυρίζει η κωλοφωτιά, ένα σκυλί γαυγίζει.
~
Μετάφραση από τα Ιταλικά: Θεοδόσης Κοντάκης