Μιὰ καταιγίδα ἡ νιότη μου ἦταν σκοτεινιασμένη,
Ποὺ ἐδῶ κ' ἐκεῖ τὴν ἔσκιζε τοπυ ἥλιου ἡ ἀναλαμπή,
Στὸν κῆπο μου οἱ νεροποντὲς τὴ γύμνια ἔχουν σπαρμένη,
Καὶ τοῦ ἔχουν μείνει λιγοστοὶ ροδόχρωμοι καρποί.
Νά, τὸ χινόπωρο ἄγγιξα τῶν ἰδεῶν, κι' ἀκόμα
Τὸ φτιάρι καὶ τὸ δίκρανο θὰ πάρω μιὰ φορά,
Κι' ἀπ τὴν πλημμυρισμένη γῆ, μαζεύοντας τὸ χῶμα,
Θὰ κλειῶ τὶς τρύπες ποὺ ἄνοιξαν σὰν τάφους τὰ νερά.
Ποὺ ἐδῶ κ' ἐκεῖ τὴν ἔσκιζε τοπυ ἥλιου ἡ ἀναλαμπή,
Στὸν κῆπο μου οἱ νεροποντὲς τὴ γύμνια ἔχουν σπαρμένη,
Καὶ τοῦ ἔχουν μείνει λιγοστοὶ ροδόχρωμοι καρποί.
Νά, τὸ χινόπωρο ἄγγιξα τῶν ἰδεῶν, κι' ἀκόμα
Τὸ φτιάρι καὶ τὸ δίκρανο θὰ πάρω μιὰ φορά,
Κι' ἀπ τὴν πλημμυρισμένη γῆ, μαζεύοντας τὸ χῶμα,
Θὰ κλειῶ τὶς τρύπες ποὺ ἄνοιξαν σὰν τάφους τὰ νερά.
Κ' οἱ νέοι ἀνθοὶ τοῦ ὀνείρου μου ποιὸς ξέρει ἄν βροῦνε πάλι,
Στὸ χῶμα αὺτὸ ποὺ πλύθηκε σάν ἄμμο στἀκρογιάλι
Κρύφια τροφὴ νὰ πάρουνε δύναμι κ' εὐωδία;
Ὤ ἀλίμονο, ὤ ἀλίμονο! τὴ ζωὴν ὁ χρόνος κλέβει,
Κι' ὁλοένα, ὁ Σκοτεινὸς Ἐχθρὸς ποὺ τρώει μας τὴν καρδιά.
Ἀπ' τὸ αἷμαι ποὺ ἐμεῖς χάνουμεν ὀρθώνεται κι' ἀντριεύει.
~
Μετάφραση: Μήτσος Παπανικολάου