Σε μια διαβάτισσα
Του δρόμου τ’ οχλαλοητό ξεκούφαινε τριγύρα.
Ψιλή, λιγνή, στα μαύρα της, αρχοντολυπημένη,
κάποια γυναίκα διάβηκε, κρατώντας σηκωμένη,
μ’ επίδειξη της ρόμπας της, τη νταντελένια γύρα
ευγενικιά και λυγερή, με πόδι ως αγαλμάτου.
Κι εγώ ρουφούσα, όπως αυτός που τρέλα τον χτυπάει,
στα μάτια της, τεφρό ουρανό που θύελλες γεννάει,
μια γλύκα σαγηνευτική και μια ηδονή θανάτου.
Κάποια αστραπή… νύχτα μετά! – Διαβάτισσά μου ωραία,
που ξαφνικά στο βλέμμα σου ξανάνιωσα, για πε μου:
αλλού πια μόνο θα σε δω, σε κάποια ζωή νέα;
Αλλού, πολύ μακριά από δω! Αργά! Κι ίσως ποτέ μου!
Γιατί δεν ξέρω αν πουθενά θέλω πια σ’ ανταμώσει
ω, εσένα που που θ΄ αγάπαγα, ω εσύ, που το ‘χες νιώσει!
Του δρόμου τ’ οχλαλοητό ξεκούφαινε τριγύρα.
Ψιλή, λιγνή, στα μαύρα της, αρχοντολυπημένη,
κάποια γυναίκα διάβηκε, κρατώντας σηκωμένη,
μ’ επίδειξη της ρόμπας της, τη νταντελένια γύρα
ευγενικιά και λυγερή, με πόδι ως αγαλμάτου.
Κι εγώ ρουφούσα, όπως αυτός που τρέλα τον χτυπάει,
στα μάτια της, τεφρό ουρανό που θύελλες γεννάει,
μια γλύκα σαγηνευτική και μια ηδονή θανάτου.
Κάποια αστραπή… νύχτα μετά! – Διαβάτισσά μου ωραία,
που ξαφνικά στο βλέμμα σου ξανάνιωσα, για πε μου:
αλλού πια μόνο θα σε δω, σε κάποια ζωή νέα;
Αλλού, πολύ μακριά από δω! Αργά! Κι ίσως ποτέ μου!
Γιατί δεν ξέρω αν πουθενά θέλω πια σ’ ανταμώσει
ω, εσένα που που θ΄ αγάπαγα, ω εσύ, που το ‘χες νιώσει!
*
Ο βρικόλακας
Καθώς οι δαίμονες με τ'άγριο μάτι
θα σου ξανάρθω σιγά στο κρεβάτι
και θα γλιστρήσω κοντά σου αχνός
σαν τα φαντάσματα της νυχτός.
Ξανά θα σου δώσω, μελαχρινή μου,
σαν το φεγγάρι ψυχρό το φιλί μου
και χάδια τέτοια σαν του φιδιού
που σέρνεται πλάι σε τάφο νεκρού.
Και μόλις φέξει η αυγή η πελιδνή,
τη θέση μου θα βρείς εκεί αδειανή
και κρύα ώσπου να'ρθει πάλι το βράδυ.
Όπως οι άλλοι μ'αγκαλιές και χάδι,
στη νιότη σου και στη ζωή σου εδώ
θα βασιλέψω με την φρίκη εγώ!
Καθώς οι δαίμονες με τ'άγριο μάτι
θα σου ξανάρθω σιγά στο κρεβάτι
και θα γλιστρήσω κοντά σου αχνός
σαν τα φαντάσματα της νυχτός.
Ξανά θα σου δώσω, μελαχρινή μου,
σαν το φεγγάρι ψυχρό το φιλί μου
και χάδια τέτοια σαν του φιδιού
που σέρνεται πλάι σε τάφο νεκρού.
Και μόλις φέξει η αυγή η πελιδνή,
τη θέση μου θα βρείς εκεί αδειανή
και κρύα ώσπου να'ρθει πάλι το βράδυ.
Όπως οι άλλοι μ'αγκαλιές και χάδι,
στη νιότη σου και στη ζωή σου εδώ
θα βασιλέψω με την φρίκη εγώ!
*
Οι μεταμορφώσεις της αιματορουφήχτρας
Τότε η γυναίκα με τ'αβρά χείλη, τα φραουλένια,
σαν φίδι απά' σε κάρβουνα αναφτά στριφογυρνώντας,
και μέσα στο στηθόδεσμο τα στήθια της ζουλώντας,
άφηνε τέτοια να κυλούν λόγια μοσχομελένια:
" Έχω τα χείλη μου υγρά, και ξέρω τρόπους, κάτι
που σβήνει θύμησε παλιές μες στο βαθύ κρεβάτι.
Στεγνώνω όλα τα δάκρυα στα ορθά μου στήθια πάνω
και να γελούνε σαν παιδιά τους γέρους εγώ κάνω.
Κι έχω γι'αυτόν που θα με δει ολόγυμνη, τη χάρη
να γίνουνε ήλιος κι ουρανός κι αστέρια και φεγγάρι!
Και τόση, αγαπητέ σοφέ, γλύκα και τέχνη βάζω,
άντρα στα βελουδένια μου μπράτσα σαν αγκαλιάζω
ή σαν μου δίνουν δαγκωνιές στα στήθη μου τα ωραία,
που ντροπαλή κι αδιάντροπη, αδύναμη ή γενναία,
πάνω σ'αυτά τα στρώματα, τα ποθοπλανταγμένα,
θα'κανα να κολάζονται κι οι Άγγελοι για μένα!"
Και το μεδούλι ως βύζαξε όλο απ'τα κόκκαλά μου,
και λαγνεμένος έστρεψα σ'εκείνην τη ματιά μου,
έσκυψα του έρωτα φιλί για να της δώσω, όταν
είδα ένα ον σιχαμερό, όλο πύον, που αναδευόταν!
Έκλεισα τα δυό μάτια μου από τη σιχασιά μου,
μα όταν τα ξανάνοιξα μέσα στο φως, σιμά μου,
αντί για κείνο το τρανό νευρόσπαστο που σειόταν
και λες πως αίμα μέσα του πολύ προμηθευόταν,
κάτι ρημάδια σκελετού τρέμανε τιποτένια,
που τρίζανε στριγκά καθώς ανεμοδούρα, μόνα,
ή σαν ταμπέλα κρεμαστή σε βέργα σιδερένια
που την κουνούν οι αγέρηδες τις νύχτες του χειμώνα.
Τότε η γυναίκα με τ'αβρά χείλη, τα φραουλένια,
σαν φίδι απά' σε κάρβουνα αναφτά στριφογυρνώντας,
και μέσα στο στηθόδεσμο τα στήθια της ζουλώντας,
άφηνε τέτοια να κυλούν λόγια μοσχομελένια:
" Έχω τα χείλη μου υγρά, και ξέρω τρόπους, κάτι
που σβήνει θύμησε παλιές μες στο βαθύ κρεβάτι.
Στεγνώνω όλα τα δάκρυα στα ορθά μου στήθια πάνω
και να γελούνε σαν παιδιά τους γέρους εγώ κάνω.
Κι έχω γι'αυτόν που θα με δει ολόγυμνη, τη χάρη
να γίνουνε ήλιος κι ουρανός κι αστέρια και φεγγάρι!
Και τόση, αγαπητέ σοφέ, γλύκα και τέχνη βάζω,
άντρα στα βελουδένια μου μπράτσα σαν αγκαλιάζω
ή σαν μου δίνουν δαγκωνιές στα στήθη μου τα ωραία,
που ντροπαλή κι αδιάντροπη, αδύναμη ή γενναία,
πάνω σ'αυτά τα στρώματα, τα ποθοπλανταγμένα,
θα'κανα να κολάζονται κι οι Άγγελοι για μένα!"
Και το μεδούλι ως βύζαξε όλο απ'τα κόκκαλά μου,
και λαγνεμένος έστρεψα σ'εκείνην τη ματιά μου,
έσκυψα του έρωτα φιλί για να της δώσω, όταν
είδα ένα ον σιχαμερό, όλο πύον, που αναδευόταν!
Έκλεισα τα δυό μάτια μου από τη σιχασιά μου,
μα όταν τα ξανάνοιξα μέσα στο φως, σιμά μου,
αντί για κείνο το τρανό νευρόσπαστο που σειόταν
και λες πως αίμα μέσα του πολύ προμηθευόταν,
κάτι ρημάδια σκελετού τρέμανε τιποτένια,
που τρίζανε στριγκά καθώς ανεμοδούρα, μόνα,
ή σαν ταμπέλα κρεμαστή σε βέργα σιδερένια
που την κουνούν οι αγέρηδες τις νύχτες του χειμώνα.