Ι
Καιρός να γυρίσουμε στις παλιές μας συνήθειες να
Γράφουμε ποιήματα κυκλοφορώντας τα χέρι-χέρι
Όπως τις προκηρύξεις στους δύσκολους καιρούς καιρός
Ν' ανταμώνουμε στα παλιά μαγέρικα βουτηγμένα
Στη μυρωδιά του κάρβουνου και της ρετσίνας με τα
Βαρέλια σε δυο σειρές στο βορεινό τοίχο να βρέχει
Και το ταβάνι να στάζει παλιά ρεμπέτικα κι
Ηπειρώτικα μοιρολόγια κι οι στίχοι μας μουλιασμένοι
Στο ψωμί και το κρασί μεταλαβιά στους λιγοστούς
Αμετανόητους θαμώνες
«Λάβετε φάγετε τούτο εστί το σώμα μας
Πίετε εξ αυτού πάντες τούτο εστί το αίμα μας».
ΙΙ
Καιρός να γυρίσουμε στις παλιές μας συνήθειες
Να κτίζουμε σπίτια πέτρινα με πολεμίστρες και
Λούκια για ζεματιστό νερό και καυτό λάδι
Παράθυρα με σιδεριές κι από μέσα το τροχισμένο
Σπαθί να λαμποκοπάει με ήλιο ή φεγγάρι
Η μεγάλη πόρτα ν' ανοίγει μονάχα με τη χλωρίδα
Της πατρίδας που ανθίζει απ' την ανάσα μας
Κι η νύχτα να βυζαίνει στον κόρφο της τ' αγριμάκια
Με συντροφιά τη θαλπωρή των άστρων που
Πέφτουν στο ποτάμι οδηγώντας τις πέστροφες
Μακριά απ' τα πλεμάτια στους καταρράκτες
Των πρωινών αδιαπραγμάτευτων ονείρων μας.
Καιρός να γυρίσουμε στις παλιές μας συνήθειες να
Γράφουμε ποιήματα κυκλοφορώντας τα χέρι-χέρι
Όπως τις προκηρύξεις στους δύσκολους καιρούς καιρός
Ν' ανταμώνουμε στα παλιά μαγέρικα βουτηγμένα
Στη μυρωδιά του κάρβουνου και της ρετσίνας με τα
Βαρέλια σε δυο σειρές στο βορεινό τοίχο να βρέχει
Και το ταβάνι να στάζει παλιά ρεμπέτικα κι
Ηπειρώτικα μοιρολόγια κι οι στίχοι μας μουλιασμένοι
Στο ψωμί και το κρασί μεταλαβιά στους λιγοστούς
Αμετανόητους θαμώνες
«Λάβετε φάγετε τούτο εστί το σώμα μας
Πίετε εξ αυτού πάντες τούτο εστί το αίμα μας».
ΙΙ
Καιρός να γυρίσουμε στις παλιές μας συνήθειες
Να κτίζουμε σπίτια πέτρινα με πολεμίστρες και
Λούκια για ζεματιστό νερό και καυτό λάδι
Παράθυρα με σιδεριές κι από μέσα το τροχισμένο
Σπαθί να λαμποκοπάει με ήλιο ή φεγγάρι
Η μεγάλη πόρτα ν' ανοίγει μονάχα με τη χλωρίδα
Της πατρίδας που ανθίζει απ' την ανάσα μας
Κι η νύχτα να βυζαίνει στον κόρφο της τ' αγριμάκια
Με συντροφιά τη θαλπωρή των άστρων που
Πέφτουν στο ποτάμι οδηγώντας τις πέστροφες
Μακριά απ' τα πλεμάτια στους καταρράκτες
Των πρωινών αδιαπραγμάτευτων ονείρων μας.
~
δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μανδραγόρας,
τεύχ. 38, Απρίλιος 2008
δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μανδραγόρας,
τεύχ. 38, Απρίλιος 2008
Ο Βύρων Λεοντάρης (Νιγρίτα Σερρών, 1932 - Αθήνα, 2014) ήταν ποιητής και
κριτικός δοκιμιογράφος της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Πέρασε τα
πρώτα χρόνια της ζωής του στη Σάμο, από όπου καταγόταν, και το 1939
εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα. Σπούδασε στη Νομική
Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1952-1956) και εργάστηκε ως δικηγόρος.
Στο χώρο της λογοτεχνίας ασχολήθηκε με την ποίηση, ενώ δημοσίευσε επίσης
κριτικά δοκίμια. Πρωτοεμφανίστηκε το 1954 με την ποιητική συλλογή
"Γενική αίσθηση". Συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Κριτική", "Εφημερίδα των
Ποιητών", "Μανδραγόρας", "Επιθεώρηση Τέχνης" και άλλα. Εξέδωσε το
δοκιμιακό τόμο για τον Αλεξανδρινό Καβάφη ο έγκλειστος. Το ποιητικό του
έργο τοποθετείται στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής ποιητικής γενιάς.
Έργα του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά και τουρκικά. Το 1997 έλαβε
το Κρατικό Βραβείο ποίησης για το έργο του "Εν γη αλμυρά". Μια
σημαντική λυρική φωνή, της ελληνικής λογοτεχνίας. Σύζυγος του Βύρωνα
Λεοντάρη είναι η ποιήτρια Ζέφη Δαράκη.