Αλήθεια ζώ σέ χρόνια σκοτεινά!
Ή αθώα κουβέντα είναι ανόητη. Μέτωπο
Άρυτίδωτο μαρτυράει αδιαφορία. Αυτός
Πού γελά τό φοβερό μαντάτο
Ακόμα δέν τό πήρε.
Τί χρόνια είναι τούτα οπού ‘ναι σχεδόν
Έγκλημα νά μιλάς γιά δέντρα,
Τί κρύβει μιά σιωπή γιά μύρια κακουργήματα!
Αυτόν εκεί πού ήσυχος τό δρόμο διαβαίνει
Δέν τόν φτάνουν οί φίλοι του
Πού κινδυνεύουν;
Είν’ αλήθεια: ακόμα κερδίζω τό ψωμί μου.
Πιστέψτε με όμως: αυτό είναι σύμπτωση μονάχα.
Τίποτα άπ’ ο,τι κάνω δέ μοϋ δίνει τό δικαίωμα νά χορταίνω
Τυχαία μόνο γλύτωσα. (“Αν μ’ απαρνηθεί ή τύχη μου
είμαι χαμένος).
Μοϋ λένε: Φάε καί πιες! Νά ‘σαι ευχαριστημένος πού έχεις!
Πώς όμως νά φάω καί πώς νά πιώ όταν
Τό φαγητό μου τ’ αρπάζω άπ’ τόν πεινασμένο και
Τόν διψασμένο στερώ άπ’ τό νερό του;
Κι όμως τρώγω καί πίνω.
Πρόθυμα σοφός θά γινόμουν.
Τά παλιά βιβλία ξηγάνε σοφός τί θά πει:
Σ’ απόσταση νά στέκεις άπ’ τούς αγώνες στόν κόσμο
Καί τό σύντομο βίο σου δίχως τρόμο νά ζεις.
Νά τά καταφέρνεις καί δίχως τή βία,
Τό κακό μέ καλό ν’ άνταποδίνεις,
Νά μήν ικανοποιείς τίς επιθυμίες σου μά νά τίς λησμονάς,
Αυτό θά πεί σοφός. Όλα τούτα μου είναι αδύνατα.
Αλήθεια ζώ σέ χρόνια σκοτεινά!
Στις πολιτείες έφτασα τήν εποχή της αναστάτωσης
Όταν βασίλευε ή πείνα.
Μέ τούς ανθρώπους έσμιξα τήν εποχή τοΰ αναβρασμού
καί μαζί τους ξεσηκώθηκα.
Έτσι πέρασαν τά χρόνια
Πού μοϋ δόθηκαν πάνω στή γη.
Ανάμεσα στίς μάχες έτρωγα τό φαΐ μου
Καί πλάγιαζα μαζί μέ τούς φονιάδες.
Αστόχαστα δινόμουν στήν αγάπη
Κι αντίκριζα τή φύση δίχως υπομονή.
Έτσι πέρασαν τά χρόνια
Πού μοΰ δόθηκαν πάνω στή γή.
Στά χρόνια μου οι δρόμοι έβγαζαν στους βάλτους.
Ή γλώσσα μέ πρόδινε στό μακελάρη.
Λίγα μόνο κατάφερα. Μά οί δυνάστες
Θά πάταγαν πιό στέρεα δίχως εμένα, αυτό έλπιζα.
Έτσι πέρασαν τά χρόνια
Πού μοϋ δόθηκαν πάνω στή γή.
Ελάχιστες ήταν οί δυνάμεις. Ό στόχος
Βρισκόταν σ’ απόσταση μακρινή.
Ξεχώριζε καθαρά, κι άς ήταν
Απρόσιτος γιά μένα.
Έτσι πέρασαν τά χρόνια
Πού μοϋ δόθηκαν πάνω στή γή.
Εσείς πού θά βγείτε άπ’ τόν κατακλυσμό
Πού έπνιξεν εμάς
Θυμηθείτε
Σάν θά μιλάτε γιά τίς δικές μας αδυναμίες
Καί τά σκοτεινά χρόνια
Πού εσείς γλυτώσατε.
Αλλάζοντας πιό συχνά χώρες άπό παπούτσια
Βαδίζαμε μέσα στην πάλη των τάξεων απελπισμένοι
Σάν βλέπαμε αδικία μονάχα καί αντίσταση καμιά.
Κι όμως ξέρουμε ότι
Καί τό μίσος γιά την ταπεινοσύνη
Αλλοιώνει τό πρόσωπο
Καί ή οργή γιά την αδικία
Φέρνει βραχνάδα στη φωνή. Αχ, εμείς,
Πού θέλαμε νά ετοιμάσουμε τό έδαφος γιά τή φιλία
Εμείς, τή φιλία μας δέν μπορούσαμε νά δείξουμε.
Εσείς όμως σάν έρθει ή μέρα
Πού ο άνθρωπος συμπαραστάτης θά ‘ναι τ’ ανθρώπου
Νά μας θυμάστε
Μ’ επιείκεια.
~
Ή αθώα κουβέντα είναι ανόητη. Μέτωπο
Άρυτίδωτο μαρτυράει αδιαφορία. Αυτός
Πού γελά τό φοβερό μαντάτο
Ακόμα δέν τό πήρε.
Τί χρόνια είναι τούτα οπού ‘ναι σχεδόν
Έγκλημα νά μιλάς γιά δέντρα,
Τί κρύβει μιά σιωπή γιά μύρια κακουργήματα!
Αυτόν εκεί πού ήσυχος τό δρόμο διαβαίνει
Δέν τόν φτάνουν οί φίλοι του
Πού κινδυνεύουν;
Είν’ αλήθεια: ακόμα κερδίζω τό ψωμί μου.
Πιστέψτε με όμως: αυτό είναι σύμπτωση μονάχα.
Τίποτα άπ’ ο,τι κάνω δέ μοϋ δίνει τό δικαίωμα νά χορταίνω
Τυχαία μόνο γλύτωσα. (“Αν μ’ απαρνηθεί ή τύχη μου
είμαι χαμένος).
Μοϋ λένε: Φάε καί πιες! Νά ‘σαι ευχαριστημένος πού έχεις!
Πώς όμως νά φάω καί πώς νά πιώ όταν
Τό φαγητό μου τ’ αρπάζω άπ’ τόν πεινασμένο και
Τόν διψασμένο στερώ άπ’ τό νερό του;
Κι όμως τρώγω καί πίνω.
Πρόθυμα σοφός θά γινόμουν.
Τά παλιά βιβλία ξηγάνε σοφός τί θά πει:
Σ’ απόσταση νά στέκεις άπ’ τούς αγώνες στόν κόσμο
Καί τό σύντομο βίο σου δίχως τρόμο νά ζεις.
Νά τά καταφέρνεις καί δίχως τή βία,
Τό κακό μέ καλό ν’ άνταποδίνεις,
Νά μήν ικανοποιείς τίς επιθυμίες σου μά νά τίς λησμονάς,
Αυτό θά πεί σοφός. Όλα τούτα μου είναι αδύνατα.
Αλήθεια ζώ σέ χρόνια σκοτεινά!
Στις πολιτείες έφτασα τήν εποχή της αναστάτωσης
Όταν βασίλευε ή πείνα.
Μέ τούς ανθρώπους έσμιξα τήν εποχή τοΰ αναβρασμού
καί μαζί τους ξεσηκώθηκα.
Έτσι πέρασαν τά χρόνια
Πού μοϋ δόθηκαν πάνω στή γη.
Ανάμεσα στίς μάχες έτρωγα τό φαΐ μου
Καί πλάγιαζα μαζί μέ τούς φονιάδες.
Αστόχαστα δινόμουν στήν αγάπη
Κι αντίκριζα τή φύση δίχως υπομονή.
Έτσι πέρασαν τά χρόνια
Πού μοΰ δόθηκαν πάνω στή γή.
Στά χρόνια μου οι δρόμοι έβγαζαν στους βάλτους.
Ή γλώσσα μέ πρόδινε στό μακελάρη.
Λίγα μόνο κατάφερα. Μά οί δυνάστες
Θά πάταγαν πιό στέρεα δίχως εμένα, αυτό έλπιζα.
Έτσι πέρασαν τά χρόνια
Πού μοϋ δόθηκαν πάνω στή γή.
Ελάχιστες ήταν οί δυνάμεις. Ό στόχος
Βρισκόταν σ’ απόσταση μακρινή.
Ξεχώριζε καθαρά, κι άς ήταν
Απρόσιτος γιά μένα.
Έτσι πέρασαν τά χρόνια
Πού μοϋ δόθηκαν πάνω στή γή.
Εσείς πού θά βγείτε άπ’ τόν κατακλυσμό
Πού έπνιξεν εμάς
Θυμηθείτε
Σάν θά μιλάτε γιά τίς δικές μας αδυναμίες
Καί τά σκοτεινά χρόνια
Πού εσείς γλυτώσατε.
Αλλάζοντας πιό συχνά χώρες άπό παπούτσια
Βαδίζαμε μέσα στην πάλη των τάξεων απελπισμένοι
Σάν βλέπαμε αδικία μονάχα καί αντίσταση καμιά.
Κι όμως ξέρουμε ότι
Καί τό μίσος γιά την ταπεινοσύνη
Αλλοιώνει τό πρόσωπο
Καί ή οργή γιά την αδικία
Φέρνει βραχνάδα στη φωνή. Αχ, εμείς,
Πού θέλαμε νά ετοιμάσουμε τό έδαφος γιά τή φιλία
Εμείς, τή φιλία μας δέν μπορούσαμε νά δείξουμε.
Εσείς όμως σάν έρθει ή μέρα
Πού ο άνθρωπος συμπαραστάτης θά ‘ναι τ’ ανθρώπου
Νά μας θυμάστε
Μ’ επιείκεια.
~
Μετάφραση: Πέτρου Μάρκαρη