Στην σκούρα τραπεζαρία, που μυρίζει
Βερνίκι και φρούτα, στην βολή μου μέσα
Άρπαξα ένα πιάτο με ποιος ξέρει τι είδους βελγικό
Φαΐ, και θαμπώθηκα στην τεράστια καρέκλα μου.
Τρώγοντας, άκουγα το ρολόι,- ευχάριστο κι ήσυχο.
Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε με μια ριπή αέρα,
-κι η σερβιτόρα βγήκε, ποιος ξέρει γιατί,
Με μαεστρία φορεμένο στα μαλλιά, ένα μισοσκισμένο μαντίλι
Κι ενώ περπατούσε άγγιξε το τρεμάμενο μικρό της δάχτυλο
Στο μάγουλό της, ένας βελούδινος γιαρμάς ροζ και μαύρος,
Στραβομουτσουνιάζοντας τα παιδικά της χείλη,
Τακτοποίησε τα πιάτα, κοντά μου, για να με βοηθήσει∙
Έπειτα, όπως ακριβώς – για να πάρει ένα φιλί, στα σίγουρα,-
Ψιθύρισε: «νιώσε, έχει παγώσει το μάγουλό μου…»
Βερνίκι και φρούτα, στην βολή μου μέσα
Άρπαξα ένα πιάτο με ποιος ξέρει τι είδους βελγικό
Φαΐ, και θαμπώθηκα στην τεράστια καρέκλα μου.
Τρώγοντας, άκουγα το ρολόι,- ευχάριστο κι ήσυχο.
Η πόρτα της κουζίνας άνοιξε με μια ριπή αέρα,
-κι η σερβιτόρα βγήκε, ποιος ξέρει γιατί,
Με μαεστρία φορεμένο στα μαλλιά, ένα μισοσκισμένο μαντίλι
Κι ενώ περπατούσε άγγιξε το τρεμάμενο μικρό της δάχτυλο
Στο μάγουλό της, ένας βελούδινος γιαρμάς ροζ και μαύρος,
Στραβομουτσουνιάζοντας τα παιδικά της χείλη,
Τακτοποίησε τα πιάτα, κοντά μου, για να με βοηθήσει∙
Έπειτα, όπως ακριβώς – για να πάρει ένα φιλί, στα σίγουρα,-
Ψιθύρισε: «νιώσε, έχει παγώσει το μάγουλό μου…»
~
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος