Υπήρξες λίγος για τον έρωτα. Η ιστορία τελειώνει ακριβώς όπως άρχισε.
Από το τίποτε και για τίποτε. Χωρίς πληγές, χωρίς πόνο. Καμιά πίκρα.
Μόνο μικρά τσιμπήματα απογοήτευσης για το χώρο και το χρόνο που σου έδωσα.
Δεν έχω αρώματα να θυμηθώ, φιλιά να λαχταρήσω, αγγίγματα να ποθήσω.
Μόνο οι κούφιες υποσχέσεις ενός άυλου έρωτα έμειναν.
Ενός έρωτα που δε θα κλάψει κανείς, δε θα ψάξει κανείς.
Δεν υπήρξαμε ποτέ, δεν ζήσαμε ποτέ. Δεν παραδοθήκαμε στις φλόγες.
Μια σπίθα ήμασταν ανάμεσα στις τόσες.
Άλλοι θ’ ανάψουν τη φωτιά. Άλλοι θα σηκώσουν τα πανιά.
Άλλοι θα σαλπάρουν για θάλασσες βουτηγμένες στο κόκκινο του πάθους.
Εμείς θα συνεχίσουμε τις ζωές μας σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτα.
Δε συνέβη τίποτα. Δεν κατοχυρώθηκε τίποτα.
Ούτε μια μικρή στιγμή στην αιωνιότητα δεν ήταν δική μας...
Σταμάτησε να πληκτρολογεί το μήνυμα για να δει ποιος την καλούσε στο κινητό της.
Το νούμερο του τηλεφώνου του ήταν αδιάψευστη απόδειξη πως εκείνος διεκδικούσε ξανά χώρο στη σκέψη της με τον μόνο τρόπο που γνώριζε.
Τη μέθοδο που είχε γίνει δεύτερη φύση του. Δήλωνε μια ακόμη παρουσία απουσίας.
Δεν ήταν ικανός για κάτι παραπάνω πέρα από αυτό που απλόχερα πρόσφερε,
την αίσθηση του Όλα μέσα σ’ ένα Τίποτα.
Προσπαθούσε να κάνει το τίποτα κάτι, την κενότητα των λέξεων πράξη,
την απουσία πράξης ένδειξη γοητείας.
Δεν είχε δώσει ποτέ του βάση σε όσα εκείνη του είχε τονίσει κατά καιρούς.
Δεν την ενδιέφερε το παιχνίδι μόνο στη θεωρία του.
Δεν έβρισκε ικανοποιητική την επανάληψη μιας ψευδαίσθησης χωρίς να γίνεται πραγματική αίσθηση.
Δεν την γοήτευε η ιδέα ενός έρωτα χωρίς το ρίσκο της εμπλοκής.
Εκείνου του άρεσε να υπεραναλύει τον ερωτισμό, να φαντάζεται τον πόθο,
να κυνηγά την ηδονή της σκέψης χωρίς όμως να αναζητά την ταραχή της επαφής.
Μπορούσε να περιγράφει κάθε εκατοστό μιας οποιασδήποτε ερωτικής διαδρομής
αλλά δεν έβρισκε το θάρρος να την περπατήσει.
Για την ακρίβεια δεν είχε κάνει ποτέ του ούτε ένα βήμα.
Για πρώτη φορά σχεδόν τον λυπόταν. Δεν ήταν παρά ένας λιποτάκτης.
Ο έρωτας τον καλούσε κι εκείνος έβρισκε ένα σωρό δικαιολογίες για να τον αποφύγει.
Τον καλόπιανε μέχρι το σημείο εκείνο που ο έρωτας χόρταινε με όσα έδινε από απόσταση ασφαλείας.
Όταν όμως ο έρωτας απαιτούσε όσο συναίσθημα δικαιούνταν να πάρει,
εκείνος έκανε ό,τι μπορούσε για να τον απομακρύνει.
Άλλοτε έτρεχε μακριά και άλλοτε ανάγκαζε τον έρωτα να υπαναχωρήσει.
Κοίταξε ξανά την οθόνη του υπολογιστή. Ο κέρσορας συνέχισε να αναβοσβήνει.
Ζητούσε από εκείνη να τελειώσει το κεφάλαιο και να βάλει την ιστορία στο αρχείο.
….Δε θα μου λείψεις εσύ, είναι βέβαιο. Η ιδέα σου θα μου λείψει.
Αυτό που νόμιζα πως ήσουν θα στοιχειώνει τις νύχτες μου.
Εγώ πόθησα την αλήθεια στο ψέμα σου. Θέλησα να κάνω το ψέμα σου αλήθεια.
Να σου δείξω τον δικό μου έρωτα γύρευα. Να κάνω την καρδιά σου κτήμα μου.
Όμως εσύ δεν ήθελες κτήμα να φροντίζεις, ήθελες καμένη γη να λεηλατήσεις.
Τι να την κάνεις την γη αν δεν δίνει ζωή, τι να το κάνεις το φιλί αν δεν δίνει πνοή.
Δεν είναι ο έρωτας που σε φοβίζει.
Είναι η σκέψη πως όσα του ‘ταξες δεν μπορείς να του τα δώσεις.
Δεν τον νοιάζει όμως τον έρωτα το που και το πώς.
Μόνο οι στιγμές τον νοιάζουν. Να χάνει το μέτρημα.
Τον έρωτα που είχα να σου δώσω δεν το άξιζες.
Όμως εγώ θα έκανα τον έρωτα ν’ αξίζει, μάτια μου.
Ας είναι.
Έστειλε το μήνυμα. Έκλεισε τον υπολογιστή.
Άφησε το κινητό στο τραπέζι και βγήκε από το σπίτι σχεδόν τρέχοντας.
Όχι, δεν βιαζόταν να συναντήσει τον έρωτα.
Ήθελε να προλάβει το ραντεβού της με την πραγματική ζωή.
Μια ζωή γεμάτη αληθινό έρωτα.
πηγή
Από το τίποτε και για τίποτε. Χωρίς πληγές, χωρίς πόνο. Καμιά πίκρα.
Μόνο μικρά τσιμπήματα απογοήτευσης για το χώρο και το χρόνο που σου έδωσα.
Δεν έχω αρώματα να θυμηθώ, φιλιά να λαχταρήσω, αγγίγματα να ποθήσω.
Μόνο οι κούφιες υποσχέσεις ενός άυλου έρωτα έμειναν.
Ενός έρωτα που δε θα κλάψει κανείς, δε θα ψάξει κανείς.
Δεν υπήρξαμε ποτέ, δεν ζήσαμε ποτέ. Δεν παραδοθήκαμε στις φλόγες.
Μια σπίθα ήμασταν ανάμεσα στις τόσες.
Άλλοι θ’ ανάψουν τη φωτιά. Άλλοι θα σηκώσουν τα πανιά.
Άλλοι θα σαλπάρουν για θάλασσες βουτηγμένες στο κόκκινο του πάθους.
Εμείς θα συνεχίσουμε τις ζωές μας σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτα.
Δε συνέβη τίποτα. Δεν κατοχυρώθηκε τίποτα.
Ούτε μια μικρή στιγμή στην αιωνιότητα δεν ήταν δική μας...
Σταμάτησε να πληκτρολογεί το μήνυμα για να δει ποιος την καλούσε στο κινητό της.
Το νούμερο του τηλεφώνου του ήταν αδιάψευστη απόδειξη πως εκείνος διεκδικούσε ξανά χώρο στη σκέψη της με τον μόνο τρόπο που γνώριζε.
Τη μέθοδο που είχε γίνει δεύτερη φύση του. Δήλωνε μια ακόμη παρουσία απουσίας.
Δεν ήταν ικανός για κάτι παραπάνω πέρα από αυτό που απλόχερα πρόσφερε,
την αίσθηση του Όλα μέσα σ’ ένα Τίποτα.
Προσπαθούσε να κάνει το τίποτα κάτι, την κενότητα των λέξεων πράξη,
την απουσία πράξης ένδειξη γοητείας.
Δεν είχε δώσει ποτέ του βάση σε όσα εκείνη του είχε τονίσει κατά καιρούς.
Δεν την ενδιέφερε το παιχνίδι μόνο στη θεωρία του.
Δεν έβρισκε ικανοποιητική την επανάληψη μιας ψευδαίσθησης χωρίς να γίνεται πραγματική αίσθηση.
Δεν την γοήτευε η ιδέα ενός έρωτα χωρίς το ρίσκο της εμπλοκής.
Εκείνου του άρεσε να υπεραναλύει τον ερωτισμό, να φαντάζεται τον πόθο,
να κυνηγά την ηδονή της σκέψης χωρίς όμως να αναζητά την ταραχή της επαφής.
Μπορούσε να περιγράφει κάθε εκατοστό μιας οποιασδήποτε ερωτικής διαδρομής
αλλά δεν έβρισκε το θάρρος να την περπατήσει.
Για την ακρίβεια δεν είχε κάνει ποτέ του ούτε ένα βήμα.
Για πρώτη φορά σχεδόν τον λυπόταν. Δεν ήταν παρά ένας λιποτάκτης.
Ο έρωτας τον καλούσε κι εκείνος έβρισκε ένα σωρό δικαιολογίες για να τον αποφύγει.
Τον καλόπιανε μέχρι το σημείο εκείνο που ο έρωτας χόρταινε με όσα έδινε από απόσταση ασφαλείας.
Όταν όμως ο έρωτας απαιτούσε όσο συναίσθημα δικαιούνταν να πάρει,
εκείνος έκανε ό,τι μπορούσε για να τον απομακρύνει.
Άλλοτε έτρεχε μακριά και άλλοτε ανάγκαζε τον έρωτα να υπαναχωρήσει.
Κοίταξε ξανά την οθόνη του υπολογιστή. Ο κέρσορας συνέχισε να αναβοσβήνει.
Ζητούσε από εκείνη να τελειώσει το κεφάλαιο και να βάλει την ιστορία στο αρχείο.
….Δε θα μου λείψεις εσύ, είναι βέβαιο. Η ιδέα σου θα μου λείψει.
Αυτό που νόμιζα πως ήσουν θα στοιχειώνει τις νύχτες μου.
Εγώ πόθησα την αλήθεια στο ψέμα σου. Θέλησα να κάνω το ψέμα σου αλήθεια.
Να σου δείξω τον δικό μου έρωτα γύρευα. Να κάνω την καρδιά σου κτήμα μου.
Όμως εσύ δεν ήθελες κτήμα να φροντίζεις, ήθελες καμένη γη να λεηλατήσεις.
Τι να την κάνεις την γη αν δεν δίνει ζωή, τι να το κάνεις το φιλί αν δεν δίνει πνοή.
Δεν είναι ο έρωτας που σε φοβίζει.
Είναι η σκέψη πως όσα του ‘ταξες δεν μπορείς να του τα δώσεις.
Δεν τον νοιάζει όμως τον έρωτα το που και το πώς.
Μόνο οι στιγμές τον νοιάζουν. Να χάνει το μέτρημα.
Τον έρωτα που είχα να σου δώσω δεν το άξιζες.
Όμως εγώ θα έκανα τον έρωτα ν’ αξίζει, μάτια μου.
Ας είναι.
Έστειλε το μήνυμα. Έκλεισε τον υπολογιστή.
Άφησε το κινητό στο τραπέζι και βγήκε από το σπίτι σχεδόν τρέχοντας.
Όχι, δεν βιαζόταν να συναντήσει τον έρωτα.
Ήθελε να προλάβει το ραντεβού της με την πραγματική ζωή.
Μια ζωή γεμάτη αληθινό έρωτα.
πηγή
Η Ιωάννα Γκανέτσα είναι αστυνομικός και συγγραφέας. Αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικές σελίδες από το 2012, γράφει λογοτεχνικά κείμενα, ποίηση και μυθιστορήματα για μικρούς και μεγάλους. Έχει παρακολουθήσει παιδαγωγικά μαθήματα στο Βρετανικό Συμβούλιο και είναι κάτοχος πτυχίου του Πανεπιστημίου Cambridge, ως καθηγήτρια αγγλικής γλώσσας. Γνωρίζει επίσης γαλλικά και ισπανικά. Είναι ιδρυτικό μέλος της Δράσης Αστυνομικών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Τίτλοι βιβλίων: Ο έρωτας δε θέλει τίτλο (2015). Το άνθος της ζωής (2018). Το μουσείο των ραγισμένων σχέσεων (2020).