Ένα παιδί προσγειώνεται στο καμπαναριό της μητρόπολης
κι αρχίζει να παίζει με του ρολογιού τους δείχτες
ακουμπάει πάνω τους εμποδίζοντάς τους να προχωρήσουν
και ως διά μαγείας οι περαστικοί μένουνε πετρωμένοι
σε στάσεις όπως:
με το ’να πόδι στον αέρα
κοιτώντας πίσω σαν του Λωτ τη στήλη
ανάβοντας τσιγάρο κτλ., κτλ.
Ύστερα αρπάει τους δείχτες και τους γυρνάει ξέφρενα
τους σταματάει ξαφνικά — τους γυροφέρνει ανάποδα
και οι περαστικοί ηλεκτρισμένοι τρέχουν — σταματούν απότομα
κι αρχίζει να παίζει με του ρολογιού τους δείχτες
ακουμπάει πάνω τους εμποδίζοντάς τους να προχωρήσουν
και ως διά μαγείας οι περαστικοί μένουνε πετρωμένοι
σε στάσεις όπως:
με το ’να πόδι στον αέρα
κοιτώντας πίσω σαν του Λωτ τη στήλη
ανάβοντας τσιγάρο κτλ., κτλ.
Ύστερα αρπάει τους δείχτες και τους γυρνάει ξέφρενα
τους σταματάει ξαφνικά — τους γυροφέρνει ανάποδα
και οι περαστικοί ηλεκτρισμένοι τρέχουν — σταματούν απότομα
υποχωρούνε με τρελή ταχύτητα
σαν τις εικόνες στις βουβές ταινίες μένουνε μετέωροι
μπρος πίσω τριποδίζουν
ή βαδίζουνε επίσημα με βήμα αργό
σ’ αντίθετη κατεύθυνση απ’ τους δείχτες.
Ένα ζευγάρι παντρεύεται — και κάνει παιδιά και χωρίζει σε κλάσματα δευτερολέπτου
τα παιδιά παντρεύονται κι αυτά — πεθαίνουν.
Στο μεταξύ το παιδί
Θεός ή όπως θέλεις πες το
Μοίρα ή μόνο Χρόνος σκυλοβαριέται
και ξαναρχίζει να πετά προς το νεκροταφείο.
~
Νικανόρ Πάρρα (Χιλή, γενν. 1914),
μετάφραση Αργύρης Χιόνης .
Από την «Ξένη ποίηση του εικοστού αιώνα», σελ.312
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα