Τον κρύο Βορράν αφήνοντας, έβαλε πλώρη εκείνος
κατά του Νότου τα νερά,
και σε ουρανούς πιο γελαστούς επήγε αναζητώντας
το φως και τη χαρά.
Δεν καθρεφτίζει η θάλασσα των χιονισμένων τόπων του
τους φάρους τους ψηλούς.
Λουλούδια τώρα εξωτικά τη λησμονιά τού δίνουνε
σ’ ερημικούς γιαλούς.
κατά του Νότου τα νερά,
και σε ουρανούς πιο γελαστούς επήγε αναζητώντας
το φως και τη χαρά.
Δεν καθρεφτίζει η θάλασσα των χιονισμένων τόπων του
τους φάρους τους ψηλούς.
Λουλούδια τώρα εξωτικά τη λησμονιά τού δίνουνε
σ’ ερημικούς γιαλούς.
Έβαλε στα καράβια του φωτιά. Φιδογλιστρώντας
ανέβηκε ο καπνός αριά,
κι ύστερα μια πνοή αλαφρή τον πήρε, να τον φέρει
στα μέρη του Βοριά.
Και τώρα, κάθε απόβραδο, απ’ του φωτός τη χώρα
—ταξιδευτής αιώνια—
φεύγει ένας ίσκιος βιαστικά να πάει σε μια καλύβα