Ποια μοίρα να μου ετοίμασε το πέρασμα,
ποιο πνεύμα μ’ έχει πάρει,
τη νύχτα απόψε τη φθινοπωριάτικη
μ’ ένα μεγάλο θλιβερό φεγγάρι.
Στον κήπο του Ζαππείου, φωλιά του έρωτα;
Εγώ μια σκιά που σέρνεται στο χώμα,
ένα φύλλο που πια τη ρίζα του έχασε
και που το παίρνει ο άνεμος ακόμα.
Έρημα τα δρομάκια, έρημοι οι πάγκοι του.
Το σπάνιο φύλλωμα σωπαίνει
αμφίβολα. Προ μιας στιγμής εφύγανε
οι ερωτευμένοι.
Εδώ ένας νέος σκυθρωπός ετοίμαζε
κάποια χαρά στην παθιασμένη ζωή του.
Φιλούσε ενός μικρού χεριού τα δάχτυλα
μεθούσεν η συλλοή του.
Εκεί, κάποιος ποτέ που δεν επίστεψε
ζητά απ’ τα ωραία χείλη
το μάταιον όρκο. Πόσο πιο καλλίτερα
νάτανε σιωπηλά και να τα εφίλει.
Εδώ, πάνω σ’ αυτό το αρχαίο μάρμαρο
είχε καθήσει η κόρη
κ’ ένας άντρας ξανθός σαν ήλιος, το είδωλο
της αγάπης εθώρει.
Κάποιος, μέσ’ στις σκιές που όλο βαθαίνουνε,
ένας θεός που εξιλασμό ζητούσε,
μιας παρθένας το σώμα ξέσκεπο άπλωσε
και της νύχτας τα πνεύματα καλούσε.
Στον πάγγο που το βάρος τον γονάτισε
τον έδειρε μια τρικυμία,
κλαίγανε, κλαίγαν δυο ψυχές που αρρώστησαν
και δεν τους δίνει η αγάπη τους χαρά καμμία.
Τόσα φιλιά και κρυφοαναστανέγματα
σε μια στιγμή πως σβήσαν!
Το αγέρι του φθινόπωρου δυνάμωσε
κ’ οι ερωτευμένοι φύγαν και μ’ αφήσαν.
Να, μόλις φύγαν. Μένει ακόμα το άρωμα
τριγύρω εδώ χυμένο.
- Και γω μια σκιά που δε θα με υποψιάζονταν
κανείς, τι θέλω εδώ, τι μένω;
ποιο πνεύμα μ’ έχει πάρει,
τη νύχτα απόψε τη φθινοπωριάτικη
μ’ ένα μεγάλο θλιβερό φεγγάρι.
Στον κήπο του Ζαππείου, φωλιά του έρωτα;
Εγώ μια σκιά που σέρνεται στο χώμα,
ένα φύλλο που πια τη ρίζα του έχασε
και που το παίρνει ο άνεμος ακόμα.
Έρημα τα δρομάκια, έρημοι οι πάγκοι του.
Το σπάνιο φύλλωμα σωπαίνει
αμφίβολα. Προ μιας στιγμής εφύγανε
οι ερωτευμένοι.
Εδώ ένας νέος σκυθρωπός ετοίμαζε
κάποια χαρά στην παθιασμένη ζωή του.
Φιλούσε ενός μικρού χεριού τα δάχτυλα
μεθούσεν η συλλοή του.
Εκεί, κάποιος ποτέ που δεν επίστεψε
ζητά απ’ τα ωραία χείλη
το μάταιον όρκο. Πόσο πιο καλλίτερα
νάτανε σιωπηλά και να τα εφίλει.
Εδώ, πάνω σ’ αυτό το αρχαίο μάρμαρο
είχε καθήσει η κόρη
κ’ ένας άντρας ξανθός σαν ήλιος, το είδωλο
της αγάπης εθώρει.
Κάποιος, μέσ’ στις σκιές που όλο βαθαίνουνε,
ένας θεός που εξιλασμό ζητούσε,
μιας παρθένας το σώμα ξέσκεπο άπλωσε
και της νύχτας τα πνεύματα καλούσε.
Στον πάγγο που το βάρος τον γονάτισε
τον έδειρε μια τρικυμία,
κλαίγανε, κλαίγαν δυο ψυχές που αρρώστησαν
και δεν τους δίνει η αγάπη τους χαρά καμμία.
Τόσα φιλιά και κρυφοαναστανέγματα
σε μια στιγμή πως σβήσαν!
Το αγέρι του φθινόπωρου δυνάμωσε
κ’ οι ερωτευμένοι φύγαν και μ’ αφήσαν.
Να, μόλις φύγαν. Μένει ακόμα το άρωμα
τριγύρω εδώ χυμένο.
- Και γω μια σκιά που δε θα με υποψιάζονταν
κανείς, τι θέλω εδώ, τι μένω;
~
Οι τρίλλιες που σβήνουν (1928)