Γιατί δε θέλει η αυγή να μου γελάση
κι’ απόκρυψε τη ρόδινη μορφή;
Γλυκό τ’ όνειρο σήμερα έχω πλάσει
κει που έχει άνανθο τ’ όνειρο ταφή.
Όμως καμμιά δε θα μου δώση ελπίδα
και μένει με το πένθος στη στολή,
με μια μαβιά στην όψη της αχτίδα
που πνίγεται στα δάκρια θολή.
Ω, νάχε θυμηθή πως κάποια μέρα
στον άνεμο το φθινοπωρινό
είχα ποθήσει το γαλάζιο αιθέρα
του ονείρου, πριν σημάνη εσπερινό.
Και νάρθη εκεί στερνά που θάχη γύρει
πικρή η ζωή μου κι’ άνανθη, γλυκά
να μου χαμογελάση και να σπείρη
τα ρόδινα του ανθού της μυστικά.
κι’ απόκρυψε τη ρόδινη μορφή;
Γλυκό τ’ όνειρο σήμερα έχω πλάσει
κει που έχει άνανθο τ’ όνειρο ταφή.
Όμως καμμιά δε θα μου δώση ελπίδα
και μένει με το πένθος στη στολή,
με μια μαβιά στην όψη της αχτίδα
που πνίγεται στα δάκρια θολή.
Ω, νάχε θυμηθή πως κάποια μέρα
στον άνεμο το φθινοπωρινό
είχα ποθήσει το γαλάζιο αιθέρα
του ονείρου, πριν σημάνη εσπερινό.
Και νάρθη εκεί στερνά που θάχη γύρει
πικρή η ζωή μου κι’ άνανθη, γλυκά
να μου χαμογελάση και να σπείρη
τα ρόδινα του ανθού της μυστικά.
~
Οι τρίλλιες που σβήνουν (1928)