Ἔχω δεῖ τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ μάτια μου
Μὲ τὰ μάτια μου ἄνοιξα τὰ μάτια του
Μὲ τὴ γλῶσσα μου μίλησε
Γίναμε ἀδελφοὶ καὶ κουβεντιάσαμε
Στρώσαμε τραπέζι καὶ δειπνήσαμε
Σὰν νὰ ἦταν ὁ καιρὸς ὅλος μπροστά μας
Καὶ θυμᾶμαι τὸν ἥλιο ποὺ γελοῦσε
Πού γελοῦσε καὶ δάκρυζε θυμᾶμαι
Μὲ τὰ μάτια μου ἄνοιξα τὰ μάτια του
Μὲ τὴ γλῶσσα μου μίλησε
Γίναμε ἀδελφοὶ καὶ κουβεντιάσαμε
Στρώσαμε τραπέζι καὶ δειπνήσαμε
Σὰν νὰ ἦταν ὁ καιρὸς ὅλος μπροστά μας
Καὶ θυμᾶμαι τὸν ἥλιο ποὺ γελοῦσε
Πού γελοῦσε καὶ δάκρυζε θυμᾶμαι
Ο Γιώργος Σαραντάρης (Κωνσταντινούπολη, 1908 - Αθήνα, 1941) ήταν Έλληνας
ποιητής, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος της Γενιάς του ’30. Από νεανική
ηλικία στράφηκε στη λογοτεχνία και τη μελέτη της φιλοσοφίας, ενώ
παράλληλα ασχολήθηκε με τις ξένες γλώσσες. Σπούδασε νομικά στα
πανεπιστήμια της Μπολόνια και της Ματσεράτα, και πήρε διδακτορικό
δίπλωμα. Στην Ιταλία έγραψε τους πρώτους στίχους του, στα ιταλικά και
στα ελληνικά και δημοσίευσε ποιήματα στην ιταλική και γαλλική γλώσσα. Το
1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και μπήκε στους λογοτεχνικούς κύκλους. Την
πρώτη του εμφάνιση στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας έκανε το 1933 μέσα
απ’ τις σελίδες του περιοδικού "Νέα Ζωή" με το διήγημα "Μάρθας βίος",
με το οποίο εισήγαγε στον ελληνικό χώρο το είδος του γαλλικού
αντι-μυθιστορήματος (antiroman). Τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε και την πρώτη
του ποιητική συλλογή "Οι αγάπες του χρόνου". Ακολούθησαν τα "Ουράνια"
(1934) και τα "Αστέρια" (1935) και πολλά ακόμη ποιήματα δημοσιευμένα στα
περιοδικά "Νέα Γράμματα", "Νέα Εστία", "Κύκλος", και "Μακεδονικές
Ημέρες" (Θεσσαλονίκης). Τελευταία του ποιητική συλλογή ήταν η "Στους
φίλους μιας άλλης χαράς", δημοσιευμένη στις αρχές του 1940, που έγινε
δεκτή με ενθουσιασμό από το Μήτσο Παπανικολάου. Ο Γιώργος Σαραντάρης
υπήρξε ένας από τους πρώτους ανανεωτές έλληνες ποιητές του μεσοπολέμου
και ένας από τους πρώτους εισηγητές του υπαρξισμού στη χώρα μας. Ο
φιλοσοφικός του στοχασμός κινήθηκε στα πλαίσια της αναζήτησης του
απολύτου ενάντια στη φθορά της ανθρώπινης υπόστασης, εκφρασμένης μέσω
της κατάργησης της παραδοσιακής ποιητικής φόρμας και γλωσσικής έκφρασης.
Επιδράσεις δέχτηκε μεταξύ άλλων δέχτηκε από τη σκέψη των Ουνγκαρέττι,
Νίτσε, Κίρκεγκωρ, Ντοστογιέφσκι, Σεστώφ και Μπερντιάγιεφ. Ασχολήθηκε
επίσης με το φιλοσοφικό δοκίμιο και τις ποιητικές μεταφράσεις. Κατά τη
διάρκεια του πολέμου του 1940 στρατεύτηκε στην Αλβανία και αρρώστησε από
κοιλιακό τύφο. Μεταφέρθηκε στην Αθήνα, όπου πέθανε το 1941.