Θέλω τη σάρκα σου να δαγκώνω, σάρκα αλμυρή και όλο ρώμη,
ξεκινώντας απ´τα όμορφα τα μπράτσα σου, ίδια με κλαδιά ερυθρίνας,
να συνεχίζω προς το στήθος αυτό που τα όνειρά μου τ’ ονειρεύονται
αυτό το στήθος-σπηλιά όπου το πρόσωπό μου κρύβω
ανασκαλεύοντας την τρυφεράδα,
αυτό το στήθος που τύμπανα αντηχεί και ζωή συνεχή.
Εκεί για κάμποσο να μένω μπλέκοντας τα χέρια μου
στο δασάκι αυτό από θάμνους που βλασταίνουν,
απαλό και μαύρο κάτω απ’ το γυμνό μου δέρμα,
να συνεχίζω ύστερα στον αφαλό προς το κέντρο εκείνο απ’ όπου ξεκινάς
να γαργαλιέσαι, και ολοένα να σε δαγκώνω, να σε φιλώ,
ώσπου εκεί να φτάνω, στο μικρό εκείνο μέρος
-κρυφό και μυστικό- που χαίρεται στην παρουσία μου
που προχωρά για να μ’ υποδεχτεί και προς εμένα προελαύνει
με όλην του τη δύναμη την πυρωμένη, ανδρική.
Ύστερα στα πόδια σου να κατεβαίνω στέρεα σαν τις πεποιθήσεις σου
τις αντάρτισσες,
τα πόδια αυτά που το ανάστημά σου ορθώνουν
που σε φέρνουνε σε μένα και εμένα συγκρατούν,
που τα πλέκεις τη νύχτα στα δικά μου τα απαλά και θηλυκά.
Τα πέλματά σου να φιλώ, έρωτά μου, που τόσο, δίχως μου, τους μένει να διαβούν
και πάλι πίσω ν’ ανεβαίνω, σκαλί το σκαλί,
ώσπου τα χείλη να πιέζω στα δικά σου,
ώσπου όλη να γεμίζω απ’ το σάλιο, την ανάσα τη δική σου,
ώσπου μέσα μου να εισβάλλεις με τη δύναμη του ιλίγγου
και με το πήγαινε να με κατακλύζεις και το έλα σου
σαν θάλασσα ανήμερη, ώσπου ν’ απομένουμε οι δυο μας ιδρωμένοι τεντωμένοι
στων σεντονιών πάνω την άμμο.
ξεκινώντας απ´τα όμορφα τα μπράτσα σου, ίδια με κλαδιά ερυθρίνας,
να συνεχίζω προς το στήθος αυτό που τα όνειρά μου τ’ ονειρεύονται
αυτό το στήθος-σπηλιά όπου το πρόσωπό μου κρύβω
ανασκαλεύοντας την τρυφεράδα,
αυτό το στήθος που τύμπανα αντηχεί και ζωή συνεχή.
Εκεί για κάμποσο να μένω μπλέκοντας τα χέρια μου
στο δασάκι αυτό από θάμνους που βλασταίνουν,
απαλό και μαύρο κάτω απ’ το γυμνό μου δέρμα,
να συνεχίζω ύστερα στον αφαλό προς το κέντρο εκείνο απ’ όπου ξεκινάς
να γαργαλιέσαι, και ολοένα να σε δαγκώνω, να σε φιλώ,
ώσπου εκεί να φτάνω, στο μικρό εκείνο μέρος
-κρυφό και μυστικό- που χαίρεται στην παρουσία μου
που προχωρά για να μ’ υποδεχτεί και προς εμένα προελαύνει
με όλην του τη δύναμη την πυρωμένη, ανδρική.
Ύστερα στα πόδια σου να κατεβαίνω στέρεα σαν τις πεποιθήσεις σου
τις αντάρτισσες,
τα πόδια αυτά που το ανάστημά σου ορθώνουν
που σε φέρνουνε σε μένα και εμένα συγκρατούν,
που τα πλέκεις τη νύχτα στα δικά μου τα απαλά και θηλυκά.
Τα πέλματά σου να φιλώ, έρωτά μου, που τόσο, δίχως μου, τους μένει να διαβούν
και πάλι πίσω ν’ ανεβαίνω, σκαλί το σκαλί,
ώσπου τα χείλη να πιέζω στα δικά σου,
ώσπου όλη να γεμίζω απ’ το σάλιο, την ανάσα τη δική σου,
ώσπου μέσα μου να εισβάλλεις με τη δύναμη του ιλίγγου
και με το πήγαινε να με κατακλύζεις και το έλα σου
σαν θάλασσα ανήμερη, ώσπου ν’ απομένουμε οι δυο μας ιδρωμένοι τεντωμένοι
στων σεντονιών πάνω την άμμο.
Η Τζιοκόντα Μπέλι (1948) είναι Νικαραγουανή ποιήτρια, μυθιστοριογράφος
και πολιτική ακτιβίστρια, ιταλικής καταγωγής. Συμμετείχε στη
Νικαραγουανή Επανάσταση σε νεαρή ηλικία και κατείχε σημαντικά αξιώματα
στο επαναστατικό κόμμα των Σαντινίστας, απ’ το οποίο όμως απεχώρησε το
1993 λόγω διαφωνίας με τον χαρακτήρα που αυτό είχε αποκτήσει, μα και για
ν’ αφιερωθεί στη συγγραφή. Η ποίηση και τα μυθιστορήματά της έχουν
βραβευθεί επανειλημμένα, και η ίδια θεωρείται απ’ τους σημαντικότερους
συγγραφείς της κεντρικής Αμερικής. Είναι παντρεμένη κι έχει τέσσερα
παιδιά.