Ἀναζητῶ μίαν ἀκτὴ νὰ μπορέσω νὰ φράξω
μὲ δέντρα ἢ καλάμια ἕνα μέρος
τοῦ ὁρίζοντα. Συμμαζεύοντας τὸ ἄπειρο, νἄχω
τὴν αἴσθηση: ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε μηχανὲς
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγες· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουν στρατιῶτες
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ὅπλα
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγα, στραμμένα κι αὐτὰ πρὸς τὴν ἔξοδο
τῶν δασῶν μὲ τοὺς λύκους· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ἔμποροι
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι σε ἀπόκεντρα
σημεῖα τῆς γῆς ὅπου ἀκόμη δὲν ἔγιναν ἁμαξωτοὶ δρόμοι.
Τὸ ἐλπίζει ὁ Θεὸς
πὼς τουλάχιστο μὲς στοὺς λυγμοὺς τῶν ποιητῶν
δὲν θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει ποτὲς ὁ παράδεισος.
μὲ δέντρα ἢ καλάμια ἕνα μέρος
τοῦ ὁρίζοντα. Συμμαζεύοντας τὸ ἄπειρο, νἄχω
τὴν αἴσθηση: ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε μηχανὲς
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγες· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουν στρατιῶτες
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ὅπλα
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγα, στραμμένα κι αὐτὰ πρὸς τὴν ἔξοδο
τῶν δασῶν μὲ τοὺς λύκους· ἢ πὼς δὲν ὑπάρχουνε ἔμποροι
ἢ πὼς ὑπάρχουνε πολὺ λίγοι σε ἀπόκεντρα
σημεῖα τῆς γῆς ὅπου ἀκόμη δὲν ἔγιναν ἁμαξωτοὶ δρόμοι.
Τὸ ἐλπίζει ὁ Θεὸς
πὼς τουλάχιστο μὲς στοὺς λυγμοὺς τῶν ποιητῶν
δὲν θὰ πάψει νὰ ὑπάρχει ποτὲς ὁ παράδεισος.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος (Κροκεές Λακωνίας, 1912 – Πλούμιτσα Λακωνίας,
1991) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και
ακαδημαϊκός. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές. Είχε
προταθεί 4 φορές για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ενώ επίσης έλαβε
άλλα πολλά βραβεία, όπως το βραβείο Ουράνη, το Πρώτο βραβείο κρατικής
ποίησης κ.α. Το συγγραφικό έργο του Νικηφόρου Βρεττάκου, δύναται να
χωριστεί σε 4 μέρη. Την παρθενική του εμφάνιση, ο Νικηφόρος Βρεττάκος,
στον χώρο της λογοτεχνίας, την έκανε το 1929, με τη δημοσίευση κάποιων
πρωτόλειων ποιημάτων του από τα μαθητικά του χρόνια με τίτλο Κάτω από
σκιές και φώτα (εκδόθηκαν το 1933). Μέχρι και το 1940 εξέδωσε έξι
συλλογές, τις οποίες συγκέντρωσε στον τόμο Γκριμάτσες του ανθρώπου.
Πολλές ποιητικές συλλογές, ακολούθησαν, έως το 1951 (χρονιά θεωρούμενη
ως δεύτερο ορόσημο στην καλλιτεχνική του πορεία), που εξέδωσε με τίτλο
Τα ποιήματα 1929-1951, τον δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο με ποιήματά του.
Εκείνη την περίοδο παρατηρείται η στροφή του Βρεττάκου από τον νεανικό
λυρισμό, στην έντονη δραματική γραφή. Ακολούθησε η τρίτη και ωριμότερη
περίοδος της δημιουργίας του, στην οποία επιχείρησε μια εξισορρόπηση
αυτών των δύο στοιχείων, του λυρικού στοιχείου και του δραματικού, στην
υπηρεσία του ηθικού και κοινωνικού προβληματισμού του. Αυτή την περίοδο
ασχολείται με έννοιες όπως φως, φύση, αγάπη και αγνότητα. Η τέταρτη και
τελευταία ποιητική περίοδος (1975-1990) μπορεί να χαρακτηριστεί από
αισιοδοξία, η οποία έχει διάρκεια. Στα ποιήματά του μιλά για μια πιο
ανθρώπινη ζωή, καθώς και για μια διαρκή εγρήγορση και επανάσταση. Ο
Βρεττάκος, τιμήθηκε από πολλούς δήμους σε όλη την Ελλάδα και
ανακηρύχτηκε επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών μαζί με
τους Γιάννη Ρίτσο και Γιώργο Βαλέτα το 1984, όπως επίσης επίτιμος
Πρόεδρος της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά κ.ά. [Βιογραφία]