Ανάμεσα νύχτας κι αυγής
σφηνωμένη βρήκα την άωρη ώρα.
Ασεβής ευθυμία πουλιών με ξύπνησε τόσο νωρίς
και βγήκα στων σκοταδιών την άμπωτη.
Το μπαλκόνι μου ήσυχα λάμνει
στ αβαθή χρώματα.
Ονειρεύονται ακόμα οι κήποι
ερχομό άγνωστων ανθέων
Αργά ξεδιπλώνεται ο περιβόητος ορίζοντας
σαν φθηνή κορδέλα του μέτρου.
Με λήθη μοιάζει η θάλασσα: μας ξέχασαν.
Με λήθη μοιάζει το άπειρο.Άπειρος λήθη.
Ένα καίκι ξεκουρδίζεται στο βάθος,
το παίρνει η απόσταση και παίζει.
Μουρμουριστά των χρωμάτων η στάθμη ανεβαίνει.
Με βήμα περιπάτου πλησιάζουνε τα σχήματα....
Ξυπνάει ένα λευκό κουπί,
φτεροκοπάει μια στέγη,
ένα παραθυρόφυλλο σπαρτάρισε.
Έντρομο αφυπνίζεται κάποιο καμπαναριό,
ένοχο: η πίστη πρέπει να ξυπνάει πρώτη.
Πρώτη απ 'όλα.
Με βήμα περιπάτου πλησιάζουνε τα σχήματα.
Διαγράφονται κλειστές οι πόρτες
και τα όρια πεισμώνουν.
Σ΄ενάργεια βγήκαν τα βουνά
και σε γυρίζουν πίσω.
Και συ προσδοκία που πας;
Έχουν ξυπνήσει από ώρα οι αρνήσεις.
Κι εγώ,εγώ που είμαι και ονομάζομαι
προχωρημένη ώρα,
τι γυρεύω ανάμεσα σε τούτες τις νήπιες διαθέσεις;
~
Από τη Συλλογή Το Λίγο του Κόσμου (1971)
πηγή
σφηνωμένη βρήκα την άωρη ώρα.
Ασεβής ευθυμία πουλιών με ξύπνησε τόσο νωρίς
και βγήκα στων σκοταδιών την άμπωτη.
Το μπαλκόνι μου ήσυχα λάμνει
στ αβαθή χρώματα.
Ονειρεύονται ακόμα οι κήποι
ερχομό άγνωστων ανθέων
Αργά ξεδιπλώνεται ο περιβόητος ορίζοντας
σαν φθηνή κορδέλα του μέτρου.
Με λήθη μοιάζει η θάλασσα: μας ξέχασαν.
Με λήθη μοιάζει το άπειρο.Άπειρος λήθη.
Ένα καίκι ξεκουρδίζεται στο βάθος,
το παίρνει η απόσταση και παίζει.
Μουρμουριστά των χρωμάτων η στάθμη ανεβαίνει.
Με βήμα περιπάτου πλησιάζουνε τα σχήματα....
Ξυπνάει ένα λευκό κουπί,
φτεροκοπάει μια στέγη,
ένα παραθυρόφυλλο σπαρτάρισε.
Έντρομο αφυπνίζεται κάποιο καμπαναριό,
ένοχο: η πίστη πρέπει να ξυπνάει πρώτη.
Πρώτη απ 'όλα.
Με βήμα περιπάτου πλησιάζουνε τα σχήματα.
Διαγράφονται κλειστές οι πόρτες
και τα όρια πεισμώνουν.
Σ΄ενάργεια βγήκαν τα βουνά
και σε γυρίζουν πίσω.
Και συ προσδοκία που πας;
Έχουν ξυπνήσει από ώρα οι αρνήσεις.
Κι εγώ,εγώ που είμαι και ονομάζομαι
προχωρημένη ώρα,
τι γυρεύω ανάμεσα σε τούτες τις νήπιες διαθέσεις;
~
Από τη Συλλογή Το Λίγο του Κόσμου (1971)
πηγή
Η Κική Δημουλά (Αθήνα, 1931 - Αθήνα, 2020) ήταν ποιήτρια της δεύτερης
μεταπολεμικής γενιάς και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα
της ποίησης. Εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος από το 1949
έως και το 1973. Υπήρξε πρόεδρος του ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη
(κοινωφελές Ν.Π.Ι.Δ. υπό την αιγίδα της Ακαδημίας Αθηνών). Έκανε την
εμφάνιση της στα γράμματα το 1952, σε ηλικία 19 χρονών, με τη ποιητική
συλλογή «Ποιήματα», όμως μετά από λίγο αποκήρυξε εκείνη την πρώτη
συλλογή της. Η επίσημη είσοδός της στην ποίηση έγινε το 1956, με τη
συλλογή «Έρεβος». Αργότερα ήρθαν οι «Ερήμην», «Επί τα ίχνη» και η
συλλογή «Το λίγο του κόσμου» για την οποία τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό
Βραβείο Ποιήσεως. Το Κρατικό Βραβείο Ποίησης απέσπασε η συλλογή της
«Χαίρε ποτέ», ενώ το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της απονεμήθηκε για
την «Εφηβεία της λήθης», στην οποία περιλαμβάνεται το ποίημα «Σαν να διάλεξες»,
όπου η ποιήτρια συνδέει μια βόλτα στη λαϊκή αγορά με το μοιραίο του
θανάτου. Ακολούθησαν οι συλλογές «Ενός λεπτού μαζί», «Ήχος
απομακρύνσεων», «Εκτός σχεδίου», «Χλόη θερμοκηπίου», «Μεταφερθήκαμε
παραπλεύρως», «Τα Εύρετρα », «Δημόσιος Καιρός» και «Ανω τελεία».
Παντρεύτηκε τον ποιητή Άθω Δημουλά, το 1954.
Σε μία ομιλία της για την ποίηση η Δημουλά όρισε ως εξής το ποίημα: «Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα». [Βιογραφία]
Σε μία ομιλία της για την ποίηση η Δημουλά όρισε ως εξής το ποίημα: «Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί να κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί μέσα στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό είναι το ποίημα». [Βιογραφία]