Από τη μια πλευρά του αυτοκινητόδρομου, λόφοι ξεροί.
Από την άλλη, στο βάθος, ύδατα παλιρροιακά
εκβολές, κόλπος, λάρυγγας
ωκεανού. Δεν το ‘χα κάνει
λέξεις, ακόμα—εκείνο το χειρότερο απ’ όλα,
ωστόσο σκέφτηκα ότι μπορούσα να το πω, αν το ‘λεγα
λέξη προς λέξη. Ο φίλος μου οδηγούσε,
στο επίπεδο της θάλασσας, παράκτιοι λοφίσκοι, κοιλάδα,
πρόποδες, βουνά—η ανηφόρα, και των δυο,
προηγούμενών μας χρόνων. Και έλεγα
πως μου είναι πλέον αδιάφορος σχεδόν, ο πόνος,
εκείνο που με πείραζε ήταν—πες πως υπήρχε
o θεός—του έρωτα—και ότι είχα αφιερώσει—προοριζόμουνα
να αφιερώσω—τη ζωή μου—σε αυτό—και
είχα αποτύχει, ίσως μπορούσα να υποφέρω για αυτό μονάχα—
όμως, τι θα γινότανε, αν,
είχα βλάψει, την αγάπη; Κι έτσι όπως ούρλιαξα όλα αυτά,
επάνω στα γυαλιά μου λίμνασε το αλμυρό νερό, σχεδόν
γλυκό, και τότε, επειδή του έδωσα όνομα,
εκείνου του χειρότερου απ’ όλα—κι αφού του ‘δωσα όνομα,
το ήξερα πως δεν υπήρχε ο θεός του έρωτα, υπήρχαν μόνο
άνθρωποι. Κι ο φίλος μου πλησίασε,
εκεί που οι γροθιές μου μάγκωναν η μια την άλλη
και με το πίσω μέρος των χεριών του τις ακούμπησε, για ένα
δευτερόλεπτο, αδέξια, με εκείνη την ευγένεια
του μη έρωτα, αλλά με μία καλοσύνη σπιτική.
Από την άλλη, στο βάθος, ύδατα παλιρροιακά
εκβολές, κόλπος, λάρυγγας
ωκεανού. Δεν το ‘χα κάνει
λέξεις, ακόμα—εκείνο το χειρότερο απ’ όλα,
ωστόσο σκέφτηκα ότι μπορούσα να το πω, αν το ‘λεγα
λέξη προς λέξη. Ο φίλος μου οδηγούσε,
στο επίπεδο της θάλασσας, παράκτιοι λοφίσκοι, κοιλάδα,
πρόποδες, βουνά—η ανηφόρα, και των δυο,
προηγούμενών μας χρόνων. Και έλεγα
πως μου είναι πλέον αδιάφορος σχεδόν, ο πόνος,
εκείνο που με πείραζε ήταν—πες πως υπήρχε
o θεός—του έρωτα—και ότι είχα αφιερώσει—προοριζόμουνα
να αφιερώσω—τη ζωή μου—σε αυτό—και
είχα αποτύχει, ίσως μπορούσα να υποφέρω για αυτό μονάχα—
όμως, τι θα γινότανε, αν,
είχα βλάψει, την αγάπη; Κι έτσι όπως ούρλιαξα όλα αυτά,
επάνω στα γυαλιά μου λίμνασε το αλμυρό νερό, σχεδόν
γλυκό, και τότε, επειδή του έδωσα όνομα,
εκείνου του χειρότερου απ’ όλα—κι αφού του ‘δωσα όνομα,
το ήξερα πως δεν υπήρχε ο θεός του έρωτα, υπήρχαν μόνο
άνθρωποι. Κι ο φίλος μου πλησίασε,
εκεί που οι γροθιές μου μάγκωναν η μια την άλλη
και με το πίσω μέρος των χεριών του τις ακούμπησε, για ένα
δευτερόλεπτο, αδέξια, με εκείνη την ευγένεια
του μη έρωτα, αλλά με μία καλοσύνη σπιτική.