Εκείνος που αγκαλιάζει μια γυναίκα είν’ ο Αδάμ. Η γυναίκα η Εύα.
Όλα γίνονται για πρώτη φορά.
Είδα κάτι λευκό στον ουρανό. Μου ‘παν πως είναι το φεγγάρι, μα τι μπορώ να κάνω
Τα δέντρα με φοβίζουνε λιγάκι. Με τόση ομορφιά.
Τα ήρεμα ζώα πλησιάζουν για να τους δώσω τα ονόματά τους.
Τα βιβλία της βιβλιοθήκης δεν περιέχουν γράμματα. Μόλις τ’ ανοίξω εμφανίζονται.
Ξεφυλλίζοντας τον άτλαντα σχεδιάζω το σχήμα της Σουμάτρας.
Όποιος ανάβει ένα σπίρτο στα σκοτεινά, ανακαλύπτει τη φωτιά.
Στον καθρέφτη είναι ένας άλλος που παραμονεύει.
Όποιος κοιτάει τη θάλασσα,βλέπει την Αγγλία.
Όποιος ψιθυρίσει ένα στίχο του Λίλιενκρον, μπήκε κιόλας στη μάχη.
Ονειρεύτηκα την Καρχηδόνα και τις λεγεώνες που ερήμωσαν την Καρχηδόνα.
Ονειρεύτηκα το ξίφος και τη ζυγαριά.
Ευλογημένος ο έρωτας που δεν ξέρει ούτε κτήτορα ούτε κτήμα,αλλά και οι δυο τους δίνονται.
Ευλογημένος ο εφιάλτης,που μας αποκαλύπτει ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε την κόλαση.
Όποιος μπαίνει σ’ένα ποτάμι, μπαίνει στον Γάγγη.
Όποιος κοιτάει μια κλεψύδρα,βλέπει την κατάλυση μιας αυτοκρατορίας.
Όποιος παίζει μ’ ένα στιλέτο,προοιωνίζεται το θάνατο του Καίσαρα.
Όποιος κοιμάται,είναι ολόκληρος ο κόσμος.
Στην έρημο είδα τη Σφίγγα,νέα-μόλις είχαν αρχίσει να τη χτίζουν.
Ουδέν καινόν υπό τον ήλιον.