Πίστευαν και οι δύο ακράδαντα
ότι ένα ξαφνικό πάθος τούς ένωσε.
Μια τέτοια βεβαιότητα είναι ωραία,
αλλά η αβεβαιότητα είναι ακόμη πιο ωραία.
Αφού δεν έτυχε να συναντηθούν ποτέ στο παρελθόν, ήταν
πεπεισμένοι
ότι τίποτα δεν είχε υπάρξει μεταξύ τους.
Αλλά τι λένε οι δρόμοι, οι σκάλες, οι διάδρομοι −
μήπως είχαν προσπεράσει εκεί ο ένας τον άλλον
ένα εκατομμύριο φορές;
Θα ’θελα να τους ρωτήσω
αν θυμούνται−
τη στιγμή που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους
σε κάποια περιστρεφόμενη πόρτα;
Ίσως ένα «συγγνώμη» που ειπώθηκε μέσα στο πλήθος;
Ένα κοφτό «λάθος νούμερο» στο ακουστικό του τηλεφώνου; −
Αλλά ξέρω την απάντηση.
Όχι, δεν θυμούνται.
Θα τους ξάφνιαζε αν μάθαιναν
ότι η Τύχη έπαιζε μαζί τους
για χρόνια.
Όχι έτοιμη ακόμη
να γίνει το Πεπρωμένο τους,
τους έφερνε κοντά, τους απομάκρυνε,
τους έφραζε το μονοπάτι,
χαμογελώντας κρυφά,
κι ύστερα αποχωρούσε.
Υπήρξαν ενδείξεις και σημάδια,
κι ας μην μπορούσαν να τα διαβάσουν ακόμη.
Ίσως τρία χρόνια πριν
ή την περασμένη Τρίτη
ένα φύλλο να πέταξε από τον ένα ώμο στον άλλον.
Ή κάτι να έπεσε και να το μάζεψε ο ένας από τους δυο;
Ποιος ξέρει, ίσως η μπάλα
που χάθηκε στους θάμνους της παιδικής ηλικίας;
Υπήρξαν πόμολα και κουδούνια
όπου το ένα άγγιγμα ήρθε να σκεπάσει το άλλο.
Βαλίτσες στον έλεγχο εισιτηρίων που στέκονταν δίπλα δίπλα.
Ένα βράδυ, ίσως, το ίδιο όνειρο,
που το πρωί έσβησε σε μιαν αχλή.
Κάθε αρχή
είναι εξάλλου μια συνέχεια,
και το βιβλίο των συμβάντων
μένει πάντα ανοιχτό κάπου στη μέση.
ότι ένα ξαφνικό πάθος τούς ένωσε.
Μια τέτοια βεβαιότητα είναι ωραία,
αλλά η αβεβαιότητα είναι ακόμη πιο ωραία.
Αφού δεν έτυχε να συναντηθούν ποτέ στο παρελθόν, ήταν
πεπεισμένοι
ότι τίποτα δεν είχε υπάρξει μεταξύ τους.
Αλλά τι λένε οι δρόμοι, οι σκάλες, οι διάδρομοι −
μήπως είχαν προσπεράσει εκεί ο ένας τον άλλον
ένα εκατομμύριο φορές;
Θα ’θελα να τους ρωτήσω
αν θυμούνται−
τη στιγμή που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους
σε κάποια περιστρεφόμενη πόρτα;
Ίσως ένα «συγγνώμη» που ειπώθηκε μέσα στο πλήθος;
Ένα κοφτό «λάθος νούμερο» στο ακουστικό του τηλεφώνου; −
Αλλά ξέρω την απάντηση.
Όχι, δεν θυμούνται.
Θα τους ξάφνιαζε αν μάθαιναν
ότι η Τύχη έπαιζε μαζί τους
για χρόνια.
Όχι έτοιμη ακόμη
να γίνει το Πεπρωμένο τους,
τους έφερνε κοντά, τους απομάκρυνε,
τους έφραζε το μονοπάτι,
χαμογελώντας κρυφά,
κι ύστερα αποχωρούσε.
Υπήρξαν ενδείξεις και σημάδια,
κι ας μην μπορούσαν να τα διαβάσουν ακόμη.
Ίσως τρία χρόνια πριν
ή την περασμένη Τρίτη
ένα φύλλο να πέταξε από τον ένα ώμο στον άλλον.
Ή κάτι να έπεσε και να το μάζεψε ο ένας από τους δυο;
Ποιος ξέρει, ίσως η μπάλα
που χάθηκε στους θάμνους της παιδικής ηλικίας;
Υπήρξαν πόμολα και κουδούνια
όπου το ένα άγγιγμα ήρθε να σκεπάσει το άλλο.
Βαλίτσες στον έλεγχο εισιτηρίων που στέκονταν δίπλα δίπλα.
Ένα βράδυ, ίσως, το ίδιο όνειρο,
που το πρωί έσβησε σε μιαν αχλή.
Κάθε αρχή
είναι εξάλλου μια συνέχεια,
και το βιβλίο των συμβάντων
μένει πάντα ανοιχτό κάπου στη μέση.
~
από την «Ανθολογία ερωτικής ποίησης-κρατώ την καρδιά σου (την κρατώ μες στην καρδιά μου), εκδ Πατάκης, 2013
Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός
Μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός