Την πήγα κάτω στο ποτάμι
πιστεύοντας πως ήταν άβγαλτη κοπέλα,
όμως εκείνη είχε άντρα.
Ήταν η νύχτα του Αγίου Ιακώβου
κι ́ήταν σχεδόν συμφωνημένο.
Τα φώτα σβήσανε
κι άναψαν τα τζιτζίκια.
Εκεί στις τελευταίες τις γωνιές του δρόμου
ακούμπησα τα κοιμισμένα στήθια της,
και μου ανοίξανε αμέσως
σαν νάτανε κλωνάρια ζουμπουλιών.
Το κολαριστό της μισοφόρι
στ' αυτιά μου ηχούσε
ένα κομμάτι από μετάξι
που τό σχιζαν δέκα μαχαίρια.
Τα δέντρα μεγαλώνανε
χωρίς φως ασημένιο στην κορφή τους,
κι ένας ορίζοντας σκυλιών
αλύχταγε πέρα μακρυά απ ́το ποτάμι.
Περάσαμε απ' τα βατόμουρα,
τα σκοίνα και τ ́αγκάθια,
κάτω απ ́το δάσος των μαλλιών της
μία λακούβα έκανα στη λασπωμένη άμμο.
Έβγαλα τη γραβάτα μου.
Έβγαλε τα δικά της ρούχα.
Εγώ, τη ζώνη με το ρεβόλβερ.
Εκείνη, τους στενούς της τους κορσέδες.
Μήτε οι νάρδοι μήτε τα κοχύλια
εχουνε τόσο φίνα επιδερμίδα,
μήτε οι κρυστάλλινοι καθρέφτες
λαμποκοπούνε τέτοια λάμψη. Ο
Οι δυό μηροί της μου ξεφεύγανε
σαν ψάρια ξαφνιασμένα,
μισό γεμάτα από φωτιά,
μισό γεμάτα κρύο.
Την νύχτα εκείνη κάλπασα
στον πιό όμορφο των δρόμων
καβάλα σε φοράδα σμαραγδένια
χωρίς καπίστρια και αναβολέα.
Σαν άνδρας, δεν θέλω να σας πω
τα πράγματα που μούπε.
Το φως της γνώσης
μ' έκανε πιο διακριτικό.
Πασαλειμένη με άμμο και φιλιά,
την πήρα μακρυά απ ́το ποτάμι.
Με τον αέρα μάχονταν
των κρίνων τα σπαθιά.
Της φέρθηκα όπως πράγματι είμαι.
Σαν ένας αληθινός τσιγγάνος.
Της χάρισα ένα πλεγμένο μ ́άχυρο
ευρύχωρο της ραφτικής καλάθι,
και δεν αφέθηκα να την ερωτευθώ
γιατί παρόλο πούχε άνδρα
μούπε πως ήταν άβγαλτη
καθώς εγώ την πήγαινα στην ακροποταμιά.
πιστεύοντας πως ήταν άβγαλτη κοπέλα,
όμως εκείνη είχε άντρα.
Ήταν η νύχτα του Αγίου Ιακώβου
κι ́ήταν σχεδόν συμφωνημένο.
Τα φώτα σβήσανε
κι άναψαν τα τζιτζίκια.
Εκεί στις τελευταίες τις γωνιές του δρόμου
ακούμπησα τα κοιμισμένα στήθια της,
και μου ανοίξανε αμέσως
σαν νάτανε κλωνάρια ζουμπουλιών.
Το κολαριστό της μισοφόρι
στ' αυτιά μου ηχούσε
ένα κομμάτι από μετάξι
που τό σχιζαν δέκα μαχαίρια.
Τα δέντρα μεγαλώνανε
χωρίς φως ασημένιο στην κορφή τους,
κι ένας ορίζοντας σκυλιών
αλύχταγε πέρα μακρυά απ ́το ποτάμι.
Περάσαμε απ' τα βατόμουρα,
τα σκοίνα και τ ́αγκάθια,
κάτω απ ́το δάσος των μαλλιών της
μία λακούβα έκανα στη λασπωμένη άμμο.
Έβγαλα τη γραβάτα μου.
Έβγαλε τα δικά της ρούχα.
Εγώ, τη ζώνη με το ρεβόλβερ.
Εκείνη, τους στενούς της τους κορσέδες.
Μήτε οι νάρδοι μήτε τα κοχύλια
εχουνε τόσο φίνα επιδερμίδα,
μήτε οι κρυστάλλινοι καθρέφτες
λαμποκοπούνε τέτοια λάμψη. Ο
Οι δυό μηροί της μου ξεφεύγανε
σαν ψάρια ξαφνιασμένα,
μισό γεμάτα από φωτιά,
μισό γεμάτα κρύο.
Την νύχτα εκείνη κάλπασα
στον πιό όμορφο των δρόμων
καβάλα σε φοράδα σμαραγδένια
χωρίς καπίστρια και αναβολέα.
Σαν άνδρας, δεν θέλω να σας πω
τα πράγματα που μούπε.
Το φως της γνώσης
μ' έκανε πιο διακριτικό.
Πασαλειμένη με άμμο και φιλιά,
την πήρα μακρυά απ ́το ποτάμι.
Με τον αέρα μάχονταν
των κρίνων τα σπαθιά.
Της φέρθηκα όπως πράγματι είμαι.
Σαν ένας αληθινός τσιγγάνος.
Της χάρισα ένα πλεγμένο μ ́άχυρο
ευρύχωρο της ραφτικής καλάθι,
και δεν αφέθηκα να την ερωτευθώ
γιατί παρόλο πούχε άνδρα
μούπε πως ήταν άβγαλτη
καθώς εγώ την πήγαινα στην ακροποταμιά.