Καθ’όλη την έκταση,
μπροστά στα μάτια του Αδάμ που έσφυζαν από ζωή
οι ψηλές βουνοκορφές έμοιαζαν να ξεμακραίνουν
μ’ έναν αναστεναγμό κάτω απ’ τη συκιά
και μ’ έναν ουρανό που υποχωρεί
μπροστά στο ξεψυχισμένο σφύριγμα του φιδιού
που επαναλαμβάνει θα πεθάνεις.
Η γυναίκα ξάπλωσε ακίνητη όπως τ΄ατάραχα βουνά.
Υπήρχε και μια διαφορετική σιωπή εκεί που είχε γεμίσει τα πάντα,
τα σύννεφα που έδειχναν έναν θανάσιμο προορισμό
κι ένα σιωπηλό ρίγος απ’ το σπασμένο κλαδί
απ’ όπου ο χυμός απ’ το κατεστραμμένο δέντρο είχε στάξει.
Όταν εκείνη-ο θάνατός του-
γύρισε στο πλάϊ και κοιμήθηκε
η αναπνοή που του έδωσε ήταν
η πρώτη του αληθινή αναπνοή.
Ό,τι του άφησαν τα φύλλα,
αυτός ο φωσφορίζων αέρας,
ήταν μαζί ο Θεός και το φίδι που τον εγκατέλειπαν.
Κανείς δεν μπορούσε να τον καταραστεί ή να τον ευλογήσει.
Καθώς η γύρη των λουλουδιών κατευθυνόταν
προς τα μαλλιά της γυναίκας,
τα μάτια του έγιναν πιο λαμπερά,
μια αργή σκιά σύννεφου τους κάλυψε αργά,
και καθώς αυτή κινιόταν, εκείνος την ονόμασε Τρυφερότητα.
μπροστά στα μάτια του Αδάμ που έσφυζαν από ζωή
οι ψηλές βουνοκορφές έμοιαζαν να ξεμακραίνουν
μ’ έναν αναστεναγμό κάτω απ’ τη συκιά
και μ’ έναν ουρανό που υποχωρεί
μπροστά στο ξεψυχισμένο σφύριγμα του φιδιού
που επαναλαμβάνει θα πεθάνεις.
Η γυναίκα ξάπλωσε ακίνητη όπως τ΄ατάραχα βουνά.
Υπήρχε και μια διαφορετική σιωπή εκεί που είχε γεμίσει τα πάντα,
τα σύννεφα που έδειχναν έναν θανάσιμο προορισμό
κι ένα σιωπηλό ρίγος απ’ το σπασμένο κλαδί
απ’ όπου ο χυμός απ’ το κατεστραμμένο δέντρο είχε στάξει.
Όταν εκείνη-ο θάνατός του-
γύρισε στο πλάϊ και κοιμήθηκε
η αναπνοή που του έδωσε ήταν
η πρώτη του αληθινή αναπνοή.
Ό,τι του άφησαν τα φύλλα,
αυτός ο φωσφορίζων αέρας,
ήταν μαζί ο Θεός και το φίδι που τον εγκατέλειπαν.
Κανείς δεν μπορούσε να τον καταραστεί ή να τον ευλογήσει.
Καθώς η γύρη των λουλουδιών κατευθυνόταν
προς τα μαλλιά της γυναίκας,
τα μάτια του έγιναν πιο λαμπερά,
μια αργή σκιά σύννεφου τους κάλυψε αργά,
και καθώς αυτή κινιόταν, εκείνος την ονόμασε Τρυφερότητα.
~
Μετάφραση : Κατερίνα Καντσού