Ἔσχισα, φίλε μου, πολλὰ χαρτιὰ γιὰ νὰ σοῦ γράψω.
Ἐδῶ ἡ Μαρσίλλια μ᾿ ἔκαμε πολὺ νὰ ζαλιστῶ,
κι ὅμως δὲν πέρασε στιγμή, πιστέφτε, ἀγαπητέ μου,
χωρὶς καὶ μὲς στὴ ζάλη μου νὰ σᾶς συλλογιστῶ.
Σᾶς ἐσκεφτόμουν στὸ Μπουλβὰρ ντὲ Ντὰμ σὰν περπατοῦσα
ἀνάμεσα σὲ δυὸ τροτὲζ ποὺ ἐκάναν σὰν τρελές,
ἐνῶ μιλώντας δυνατὰ τριγύρω μας περνοῦσαν
ἀνθρῶποι ἀπ᾿ ὅλες, θά ῾λεγες, τοῦ κόσμου τὶς φυλές.
Κι ἔπειτα πάλι στὴ μεστὴ ἀπὸ κόσμο Κανναμπιέρα,
στὸ Πόρτο Βέκκιο, στὴν τεφρὴν ὁδὸ Σαὶντ Ὁνορέ,
κι ἀκόμα, συγχωρῆστε με, σᾶς ἔνιωθα μαζί μου
στὰ θορυβώδη καὶ γιομᾶτα κόσμο καμπαρέ.
Βορινοὶ ναῦτες μπλέκονται μὲ θερμαστὲς τοῦ Νότου,
στὰ γόνατά τους κάθονται κορίτσια τῆς δουλειᾶς,
παίζει τὸ πιάνο μοναχὸ καὶ μία μικρὴ σφυρίζει
ἕναν παράταιρο σκοπὸ μία μελωδίας παλιᾶς.
Κι ὕστερα σὰν ἀπ᾿ τὸ Ταρτὰν ἐβγῆκα μεθυσμένος
καὶ νόμιζα τὸ σῶμα μου ἀνάξιο καὶ μικρό,
πολὺ κοντὰ σᾶς ἔνιωθα νὰ μοῦ χαμογελᾶτε
μ᾿ ἐκεῖνο τὸ παράξενο τὸ γέλιο, τὸ πικρό.
Καὶ μόνον ὅταν στὴν Κορνίς, σὲ κάποιο γκρίζο σπίτι,
γύρω ἀπὸ ἑβραίους πού ῾χανε μὲ γυναικεῖα ντυθεῖ,
σᾶς ἔχασα γιὰ μία στιγμὴ ἀπ᾿ τὰ μάτια μου, μοῦ ἐφάνη
ὁ φύλακάς μου ὁ ἄγγελος πὼς εἶχε πιὰ χαθεῖ.
Αὔριο φεύγω καὶ μαζί μου φέρνω στὴν Ἀθήνα
ἀναμνησες παράξενες, πολλές, μὲ τὸ σωρὸ
καὶ κάποιο δῶρο θλιβερό, προϊὸν τῆς Μασσαλίας
ποὺ μία Πωλὶν μοῦ χάρισε προχθὲς στὰ Numeros...
~
Μαραμπού (1933)
Ἐδῶ ἡ Μαρσίλλια μ᾿ ἔκαμε πολὺ νὰ ζαλιστῶ,
κι ὅμως δὲν πέρασε στιγμή, πιστέφτε, ἀγαπητέ μου,
χωρὶς καὶ μὲς στὴ ζάλη μου νὰ σᾶς συλλογιστῶ.
Σᾶς ἐσκεφτόμουν στὸ Μπουλβὰρ ντὲ Ντὰμ σὰν περπατοῦσα
ἀνάμεσα σὲ δυὸ τροτὲζ ποὺ ἐκάναν σὰν τρελές,
ἐνῶ μιλώντας δυνατὰ τριγύρω μας περνοῦσαν
ἀνθρῶποι ἀπ᾿ ὅλες, θά ῾λεγες, τοῦ κόσμου τὶς φυλές.
Κι ἔπειτα πάλι στὴ μεστὴ ἀπὸ κόσμο Κανναμπιέρα,
στὸ Πόρτο Βέκκιο, στὴν τεφρὴν ὁδὸ Σαὶντ Ὁνορέ,
κι ἀκόμα, συγχωρῆστε με, σᾶς ἔνιωθα μαζί μου
στὰ θορυβώδη καὶ γιομᾶτα κόσμο καμπαρέ.
Βορινοὶ ναῦτες μπλέκονται μὲ θερμαστὲς τοῦ Νότου,
στὰ γόνατά τους κάθονται κορίτσια τῆς δουλειᾶς,
παίζει τὸ πιάνο μοναχὸ καὶ μία μικρὴ σφυρίζει
ἕναν παράταιρο σκοπὸ μία μελωδίας παλιᾶς.
Κι ὕστερα σὰν ἀπ᾿ τὸ Ταρτὰν ἐβγῆκα μεθυσμένος
καὶ νόμιζα τὸ σῶμα μου ἀνάξιο καὶ μικρό,
πολὺ κοντὰ σᾶς ἔνιωθα νὰ μοῦ χαμογελᾶτε
μ᾿ ἐκεῖνο τὸ παράξενο τὸ γέλιο, τὸ πικρό.
Καὶ μόνον ὅταν στὴν Κορνίς, σὲ κάποιο γκρίζο σπίτι,
γύρω ἀπὸ ἑβραίους πού ῾χανε μὲ γυναικεῖα ντυθεῖ,
σᾶς ἔχασα γιὰ μία στιγμὴ ἀπ᾿ τὰ μάτια μου, μοῦ ἐφάνη
ὁ φύλακάς μου ὁ ἄγγελος πὼς εἶχε πιὰ χαθεῖ.
Αὔριο φεύγω καὶ μαζί μου φέρνω στὴν Ἀθήνα
ἀναμνησες παράξενες, πολλές, μὲ τὸ σωρὸ
καὶ κάποιο δῶρο θλιβερό, προϊὸν τῆς Μασσαλίας
ποὺ μία Πωλὶν μοῦ χάρισε προχθὲς στὰ Numeros...
~
Μαραμπού (1933)