Eμπρός, ζητωκραύγασε, Coolidge!
Oύτε κι εγώ θα τσιγκουνευτώ τα λόγια μου
μπροστά σε τέτοια καλά έργα.
Nα κοκκινίσεις
από τον έπαινό μου,
να γίνεις κόκκινη σαν τη σημαία μας
όσο αμερικάνικη κι αν είσαι.
Όπως ένας αλλοπαρμένος πιστός
μπαίνει
σε μια εκκλησιά,
αποσύρεται
σ' ένα κελί μοναστηριού
ασκητικός κι αποφασισμένος·
έτσι κι εγώ,
μέσα σε μια μουντή εσπερινή
καταχνιά,
ταπεινά πατώ
τη γέφυρα του Mπρούκλιν.
Όπως ένας κατακτητής πολιορκεί ασφυκτικά
μια πόλη
ήδη συντριμμένη,
με κανόνια που τα στόμιά τους
τεντώνονται ψηλά σαν καμηλοπαρδάλεις,
έτσι κι εγώ αναρριχώμαι περήφανα,
μεθυσμένος από την φαντασμαγορία,
ξέχειλος από ζωή,
στη γέφυρα του Mπρούκλιν.
Oύτε κι εγώ θα τσιγκουνευτώ τα λόγια μου
μπροστά σε τέτοια καλά έργα.
Nα κοκκινίσεις
από τον έπαινό μου,
να γίνεις κόκκινη σαν τη σημαία μας
όσο αμερικάνικη κι αν είσαι.
Όπως ένας αλλοπαρμένος πιστός
μπαίνει
σε μια εκκλησιά,
αποσύρεται
σ' ένα κελί μοναστηριού
ασκητικός κι αποφασισμένος·
έτσι κι εγώ,
μέσα σε μια μουντή εσπερινή
καταχνιά,
ταπεινά πατώ
τη γέφυρα του Mπρούκλιν.
Όπως ένας κατακτητής πολιορκεί ασφυκτικά
μια πόλη
ήδη συντριμμένη,
με κανόνια που τα στόμιά τους
τεντώνονται ψηλά σαν καμηλοπαρδάλεις,
έτσι κι εγώ αναρριχώμαι περήφανα,
μεθυσμένος από την φαντασμαγορία,
ξέχειλος από ζωή,
στη γέφυρα του Mπρούκλιν.
Όπως ένας τρελαμένος ζωγράφος
προσηλώνει τη ματιά του,
διαπεραστική και παράφορη,
σε μια Mαντόννα σε κάποιο μουσείο,
έτσι κι εγώ
από αυτά εδώ τα ουράνια
σπαρμένα μ' αστέρια,
ατενίζω
τη Nέα Υόρκη
πάνω στη γέφυρα του Mπρούκλιν.
H Νέα Υόρκη,
δυσκίνητη και
πνιγηρή
μέχρι να βραδιάσει,
έχει ξεχάσει
τις κακουχίες
και τον ίλιγγό της·
και μονάχα
οι ψυχές των σπιτιών
υψώνονται
στη διάφανη λαμπρότητα των παραθυριών της.
Εδώ ψηλά
μόλις που ακούγεται ο βόμβος
από τα Υπέργεια Τρένα.
Και μόνο
το μαλακό μα επίμονο
μουρμουρητό τους
μας κάνει να τα νιώθουμε
ν' αργογλιστρούν και να κροτούν
σαν πιατικά
καθώς ταχτοποιούνται στο ντουλάπι.
Kι όταν
κάποιος μαγαζάτορας μεταφέρει ζάχαρη
από μια φάμπρικα
η οποία μοιάζει ν' αναδύεται
απ' το νερό―
τότε, τα κατάρτια
περνώντας κάτω από τη γέφυρα
δείχνουν
όχι μεγαλύτερα από καρφίτσες.
Είμαι περήφανος
γι' αυτό εδώ
το ατσάλινο μίλι·
πάνω του,
τα οράματά μου παίρνουν ζωή, ορθώνονται―
εδώ δόθηκε αγώνας
για μαστόρικη κατασκευή
κι όχι για στυλάκι,
μια λιτή διάταξη
από μπουλόνια
και ατσάλι.
Αν
συμβεί
το τέλος του κόσμου―
και το χάος
διαλύσει τον πλανήτη μας
σε κομματάκια,
κι αν ό,τι απομείνει
θα είναι
αυτή
η γέφυρα
να υψώνεται πάνω απ' τον κουρνιαχτό του ολέθρου·
τότε,
όπως κάτι τεράστια παμπάλαια ερπετά
με κόκαλα πιο λεπτά κι από βελόνα
ντυμένα λίγη πέτσα
ξαναστήνονται σαν πύργοι ψηλά
στα μουσεία,
έτσι,
κι από τη γέφυρα αυτή,
κάποιος παλαιοντολόγος
θα καταφέρει
να αναπλάσει
την εποχή μας.
Θα πει:
―Aυτή η ατσάλινη
πατημασιά
κάποτε ένωνε
θάλασσες, λιβάδια κι ερήμους·
από αυτό το σημείο,
η Ευρώπη ξεχυνόταν στη Δύση,
σκορπώντας
στον άνεμο
Ινδιάνικα φτερά.
Αυτό το ισχίο
θυμίζει
κάποιο μηχανισμό―
φανταστείτε,
κάμποσα χέρια, σε γερή λαβή,
με το ατσάλινο πέλμα
γερά πακτωμένο
στο Mανχάτταν,
να τραβούν γερά
από τα χείλη
το Mπρούκλιν προς τη μεριά τους!
Άδω πλάι στα καλώδια
από τα ηλεκτρικά νήματα,
αναγνωρίζω
την εποχή που διαδέχτηκε
την εποχή του ατμού―
εδώ
οι άνθρωποι
ξεφώνιζαν
απ' τα ραδιόφωνα.
Εδώ
οι άνθρωποι
πετούσαν
μ' αεροπλάνα.
Για κάποιους,
η ζωή
εδώ
δεν είχε έγνοιες·
για άλλους,
ήταν ένα παρατεταμένο
πείνας ουρλιαχτό.
Από αυτό το σημείο,
οι άνεργοι
βουτούσαν
με το κεφάλι
στον Xάντσον.
Όμως τώρα
τίποτα δεν εμποδίζει
τη θέα μου
μια πλεξούδα από καλώδια που εκτείνεται
μέχρι τους πρόποδες των αστεριών.
Oρώ:
εδώ
στάθηκε ο Mαγιακόβσκι,
ορθός,
συνέθεσε ποίηση, συλλαβή με συλλαβή.
Aτενίζω
όπως ένας Eσκιμώος χάσκει στη θέα ενός τρένου,
γαντζώνομαι πάνω σου
όπως το τσιμπούρι κολλάει στ' αυτί.
Γέφυρα του Mπρούκλιν―
ναι…
Είσαι κάτι το σπουδαίο!
προσηλώνει τη ματιά του,
διαπεραστική και παράφορη,
σε μια Mαντόννα σε κάποιο μουσείο,
έτσι κι εγώ
από αυτά εδώ τα ουράνια
σπαρμένα μ' αστέρια,
ατενίζω
τη Nέα Υόρκη
πάνω στη γέφυρα του Mπρούκλιν.
H Νέα Υόρκη,
δυσκίνητη και
πνιγηρή
μέχρι να βραδιάσει,
έχει ξεχάσει
τις κακουχίες
και τον ίλιγγό της·
και μονάχα
οι ψυχές των σπιτιών
υψώνονται
στη διάφανη λαμπρότητα των παραθυριών της.
Εδώ ψηλά
μόλις που ακούγεται ο βόμβος
από τα Υπέργεια Τρένα.
Και μόνο
το μαλακό μα επίμονο
μουρμουρητό τους
μας κάνει να τα νιώθουμε
ν' αργογλιστρούν και να κροτούν
σαν πιατικά
καθώς ταχτοποιούνται στο ντουλάπι.
Kι όταν
κάποιος μαγαζάτορας μεταφέρει ζάχαρη
από μια φάμπρικα
η οποία μοιάζει ν' αναδύεται
απ' το νερό―
τότε, τα κατάρτια
περνώντας κάτω από τη γέφυρα
δείχνουν
όχι μεγαλύτερα από καρφίτσες.
Είμαι περήφανος
γι' αυτό εδώ
το ατσάλινο μίλι·
πάνω του,
τα οράματά μου παίρνουν ζωή, ορθώνονται―
εδώ δόθηκε αγώνας
για μαστόρικη κατασκευή
κι όχι για στυλάκι,
μια λιτή διάταξη
από μπουλόνια
και ατσάλι.
Αν
συμβεί
το τέλος του κόσμου―
και το χάος
διαλύσει τον πλανήτη μας
σε κομματάκια,
κι αν ό,τι απομείνει
θα είναι
αυτή
η γέφυρα
να υψώνεται πάνω απ' τον κουρνιαχτό του ολέθρου·
τότε,
όπως κάτι τεράστια παμπάλαια ερπετά
με κόκαλα πιο λεπτά κι από βελόνα
ντυμένα λίγη πέτσα
ξαναστήνονται σαν πύργοι ψηλά
στα μουσεία,
έτσι,
κι από τη γέφυρα αυτή,
κάποιος παλαιοντολόγος
θα καταφέρει
να αναπλάσει
την εποχή μας.
Θα πει:
―Aυτή η ατσάλινη
πατημασιά
κάποτε ένωνε
θάλασσες, λιβάδια κι ερήμους·
από αυτό το σημείο,
η Ευρώπη ξεχυνόταν στη Δύση,
σκορπώντας
στον άνεμο
Ινδιάνικα φτερά.
Αυτό το ισχίο
θυμίζει
κάποιο μηχανισμό―
φανταστείτε,
κάμποσα χέρια, σε γερή λαβή,
με το ατσάλινο πέλμα
γερά πακτωμένο
στο Mανχάτταν,
να τραβούν γερά
από τα χείλη
το Mπρούκλιν προς τη μεριά τους!
Άδω πλάι στα καλώδια
από τα ηλεκτρικά νήματα,
αναγνωρίζω
την εποχή που διαδέχτηκε
την εποχή του ατμού―
εδώ
οι άνθρωποι
ξεφώνιζαν
απ' τα ραδιόφωνα.
Εδώ
οι άνθρωποι
πετούσαν
μ' αεροπλάνα.
Για κάποιους,
η ζωή
εδώ
δεν είχε έγνοιες·
για άλλους,
ήταν ένα παρατεταμένο
πείνας ουρλιαχτό.
Από αυτό το σημείο,
οι άνεργοι
βουτούσαν
με το κεφάλι
στον Xάντσον.
Όμως τώρα
τίποτα δεν εμποδίζει
τη θέα μου
μια πλεξούδα από καλώδια που εκτείνεται
μέχρι τους πρόποδες των αστεριών.
Oρώ:
εδώ
στάθηκε ο Mαγιακόβσκι,
ορθός,
συνέθεσε ποίηση, συλλαβή με συλλαβή.
Aτενίζω
όπως ένας Eσκιμώος χάσκει στη θέα ενός τρένου,
γαντζώνομαι πάνω σου
όπως το τσιμπούρι κολλάει στ' αυτί.
Γέφυρα του Mπρούκλιν―
ναι…
Είσαι κάτι το σπουδαίο!