Οι ώρες που άγρυπνες φρουρούν τον ύπνο μου κρυμμένες
πίσω από παραπετάσματ’ αστροϋφασμένα
κι από τα πλάτια του σεληνοφώτιστου ουρανού
διώχνουν τις έγνοιες απ’ τα μάτια μου τα θολωμένα,
τη μάνα τους, τη γκρίζα Αυγή, προσμένουνε να πει,
να με ξυπνήσουν, όταν πια η Σελήνη έχει χαθεί.
Και τότε εγώ υψώνομαι στου ουρανού το δώμα
περνάω πάνω από βουνά και κύματα π’ αφρίζουν,
αφήνοντας πα’ στον αφρό το φωτεινό χιτώνα:
ποδοπατώ τα σύννεφα και κάνω να σπιθίζουν·
λάμπουν οι σκοτεινές σπηλιές στη φωτερή θωριά μου·
ρίχνει τ’ αγέρι ολόγυμνη τη Γη στην αγκαλιά μου.
Κοντάρια οι ηλιαχτίδες μου που με αυτές σκοτώνω
το δόλο που νυχτογυρνά, μα μέρα δε ζυγώνει
κι όλοι αυτοί που το κακό κλώθουν μες στο μυαλό τους,
με τρέμουν· κι έτσι, η δόξα μου μονάχα δυναμώνει
μυαλά καθάρια κι έργα αγνά που η λάμψη τους θολώνει,
όταν η νύχτα σκοτεινά πέπλα τριγύρω απλώνει.
Ουράνιο τόξο, σύννεφα και λούλουδα αιθέρια
χαϊδεύουν τις αχτίδες μου, το στρογγυλό φεγγάρι
και τ’ αστέρια τα αγνά μες στον ουράνιο κόσμο
τη δύναμή μου, εσθήτα τους φοράνε με καμάρι
κι ότι ’ναι στέρεο στη γη ή λάμπει στα ουράνια
παίρνει από μένα δύναμη, από μένα περηφάνεια.
Στέκω καταμεσήμερο ψηλά στα μεσουράνια
και αρχινώ κατέβασμα αργό και δίχως κέφι·
τα σύννεφα, ως με κοιτούν να φεύγω, σκυθρωπάζουν
και κλαίνε, ενώ αργά βουτώ στου Ατλαντικού τα νέφη·
όμως, εγώ απ’ το δυσμικό νησί χαμόγελα τους στέλνω
και με το φωτογέλιο μου τον πόνο τους γλυκαίνω.
Είμαι το μάτι του θεού που κάνει όλη την Πλάση
να βλέπει και να χαίρεται τη θεία ομορφιά της·
είμαι η αρμονία του τραγουδιού, το φτέρωμα του στίχου.
Η προφητεία και το φως της Τέχνης και της Φύσης
είναι δικά μου, κι η γιατριά κάθε κακού δική μου·
νίκη και δόξα ο ύμνος μου· δόξα στη δύναμή μου.
Μετάφραση: Μερόπη Οικονόμου
πίσω από παραπετάσματ’ αστροϋφασμένα
κι από τα πλάτια του σεληνοφώτιστου ουρανού
διώχνουν τις έγνοιες απ’ τα μάτια μου τα θολωμένα,
τη μάνα τους, τη γκρίζα Αυγή, προσμένουνε να πει,
να με ξυπνήσουν, όταν πια η Σελήνη έχει χαθεί.
Και τότε εγώ υψώνομαι στου ουρανού το δώμα
περνάω πάνω από βουνά και κύματα π’ αφρίζουν,
αφήνοντας πα’ στον αφρό το φωτεινό χιτώνα:
ποδοπατώ τα σύννεφα και κάνω να σπιθίζουν·
λάμπουν οι σκοτεινές σπηλιές στη φωτερή θωριά μου·
ρίχνει τ’ αγέρι ολόγυμνη τη Γη στην αγκαλιά μου.
Κοντάρια οι ηλιαχτίδες μου που με αυτές σκοτώνω
το δόλο που νυχτογυρνά, μα μέρα δε ζυγώνει
κι όλοι αυτοί που το κακό κλώθουν μες στο μυαλό τους,
με τρέμουν· κι έτσι, η δόξα μου μονάχα δυναμώνει
μυαλά καθάρια κι έργα αγνά που η λάμψη τους θολώνει,
όταν η νύχτα σκοτεινά πέπλα τριγύρω απλώνει.
Ουράνιο τόξο, σύννεφα και λούλουδα αιθέρια
χαϊδεύουν τις αχτίδες μου, το στρογγυλό φεγγάρι
και τ’ αστέρια τα αγνά μες στον ουράνιο κόσμο
τη δύναμή μου, εσθήτα τους φοράνε με καμάρι
κι ότι ’ναι στέρεο στη γη ή λάμπει στα ουράνια
παίρνει από μένα δύναμη, από μένα περηφάνεια.
Στέκω καταμεσήμερο ψηλά στα μεσουράνια
και αρχινώ κατέβασμα αργό και δίχως κέφι·
τα σύννεφα, ως με κοιτούν να φεύγω, σκυθρωπάζουν
και κλαίνε, ενώ αργά βουτώ στου Ατλαντικού τα νέφη·
όμως, εγώ απ’ το δυσμικό νησί χαμόγελα τους στέλνω
και με το φωτογέλιο μου τον πόνο τους γλυκαίνω.
Είμαι το μάτι του θεού που κάνει όλη την Πλάση
να βλέπει και να χαίρεται τη θεία ομορφιά της·
είμαι η αρμονία του τραγουδιού, το φτέρωμα του στίχου.
Η προφητεία και το φως της Τέχνης και της Φύσης
είναι δικά μου, κι η γιατριά κάθε κακού δική μου·
νίκη και δόξα ο ύμνος μου· δόξα στη δύναμή μου.
Μετάφραση: Μερόπη Οικονόμου