Στὸν ποιητὴ Ἀπ. Μελαχρινό
Ἔχω μία πίπα ὀλλανδικὴ ἀπὸ ἕνα μαῦρο ξύλο,
ὁποὺ πολὺ παράξενα τὴν ἔχουν σκαλισμένη.
Ἔχει τὸ σχῆμα κεφαλιοῦ Γοργόνας μὲ πλουμίδια.
Κι ἕνας σ᾿ ἐμὲ ναύτης Δανὸς τὴν ἔχει χαρισμένη.
Καὶ μοῦ ῾πε αὐτὸς πὼς μία φορὰ τοῦ τὴν ἐπούλησε ἕνας,
στὴν Ἀλεξάντρεια, ἔμπορος ναρκωτικῶν, Ἀράπης,
καὶ στὸν Ἀράπη - λέει - αὐτόν, τὴν εἶχε δώσει κάποια,
σὲ κάποιο πόρτο μακρινό, γυναίκα τῆς ἀγάπης.
Πολλὲς φορές, τὶς βραδινὲς σκοτεινιασμένες ὧρες,
ἀνάβοντας τὴν πίπα αὐτή, σὲ μία γωνιὰ καπνίζω,
κι ὁ γκρίζος βγαίνοντας καπνὸς σιγὰ μὲ περιβάλλει,
κάνοντας ἕνα γύρω μου κενό, μαβὶ καὶ γκρίζο.
Καὶ πότε μία ψηλή, ὁ καπνός, γυναίκα σχηματίζει,
πότε ἕνα πόρτο ξενικὸ πολὺ καὶ μακρυσμένο.
Καὶ βλέπω μεσ᾿ στοὺς δρόμους του τοὺς κρύους καὶ βραδιασμένους
νὰ περπατᾶ ἕναν ὕποπτον Ἀράπη μεθυσμένο.
Καὶ βλέπω πάλι, ἄλλες φορές, μία γρήγορη γαλέρα
μὲ τὰ πανιά της ἀνοιχτὰ στὸ ἀβέβαιο ν᾿ ἀρμενίζει
κι ἀπάνω στὸ μπαστούνι της νὰ κάθεται ἕνας ναύτης,
νά ῾χει μία πίπα - ὅπως αὐτὴν ἐγὼ - καὶ νὰ καπνίζει.
Ἔχω μία πίπα ξύλινη παράξενα γλυμμένη.
Βλέπω καπνίζοντας τὰ πιὸ παράδοξα ὄνειρά μου.
Σκέφτομαι: «Θά ῾ναι μαγική». Μὰ πάλι λέω: μὴ φταίει
ὁ ἐγγλέζικος βαρὺς καπνὸς καὶ ἡ νευρασθένειά μου;
~
Μαραμπού (1933)
Ἔχω μία πίπα ὀλλανδικὴ ἀπὸ ἕνα μαῦρο ξύλο,
ὁποὺ πολὺ παράξενα τὴν ἔχουν σκαλισμένη.
Ἔχει τὸ σχῆμα κεφαλιοῦ Γοργόνας μὲ πλουμίδια.
Κι ἕνας σ᾿ ἐμὲ ναύτης Δανὸς τὴν ἔχει χαρισμένη.
Καὶ μοῦ ῾πε αὐτὸς πὼς μία φορὰ τοῦ τὴν ἐπούλησε ἕνας,
στὴν Ἀλεξάντρεια, ἔμπορος ναρκωτικῶν, Ἀράπης,
καὶ στὸν Ἀράπη - λέει - αὐτόν, τὴν εἶχε δώσει κάποια,
σὲ κάποιο πόρτο μακρινό, γυναίκα τῆς ἀγάπης.
Πολλὲς φορές, τὶς βραδινὲς σκοτεινιασμένες ὧρες,
ἀνάβοντας τὴν πίπα αὐτή, σὲ μία γωνιὰ καπνίζω,
κι ὁ γκρίζος βγαίνοντας καπνὸς σιγὰ μὲ περιβάλλει,
κάνοντας ἕνα γύρω μου κενό, μαβὶ καὶ γκρίζο.
Καὶ πότε μία ψηλή, ὁ καπνός, γυναίκα σχηματίζει,
πότε ἕνα πόρτο ξενικὸ πολὺ καὶ μακρυσμένο.
Καὶ βλέπω μεσ᾿ στοὺς δρόμους του τοὺς κρύους καὶ βραδιασμένους
νὰ περπατᾶ ἕναν ὕποπτον Ἀράπη μεθυσμένο.
Καὶ βλέπω πάλι, ἄλλες φορές, μία γρήγορη γαλέρα
μὲ τὰ πανιά της ἀνοιχτὰ στὸ ἀβέβαιο ν᾿ ἀρμενίζει
κι ἀπάνω στὸ μπαστούνι της νὰ κάθεται ἕνας ναύτης,
νά ῾χει μία πίπα - ὅπως αὐτὴν ἐγὼ - καὶ νὰ καπνίζει.
Ἔχω μία πίπα ξύλινη παράξενα γλυμμένη.
Βλέπω καπνίζοντας τὰ πιὸ παράδοξα ὄνειρά μου.
Σκέφτομαι: «Θά ῾ναι μαγική». Μὰ πάλι λέω: μὴ φταίει
ὁ ἐγγλέζικος βαρὺς καπνὸς καὶ ἡ νευρασθένειά μου;
~
Μαραμπού (1933)