Άξαφνα, κάποιο πρωί, παρουσιάστηκαν μπροστά μου τρεις μορφές:
Σκυμμένος ο λαιμός, χέρια ενωμένα, γυρισμένα στο πλάι τα πρόσωπα.
Προχωρούσαν γαλήνια, κι η μια πίσω απ' την άλλη,
Μ' αργόσυρτα σανδάλια, μακριές λευκές χλαμύδες...
Προσπέρασαν - φιγούρες θα 'λεγες ήταν σε μια μαρμάρινην Υδρία,
Έτσι καθώς περιστρέφεται, για να φανερωθεί και η άλλη της όψη.
Κι επέστρεψαν πάλι, όπως αν κάνει έναν κύκλο η Υδρία, οι πρώτες
παραστάσεις ξαναφαίνονται.
Αλλ΄ήταν άγνωστες σε μένα, κι απ' ό,τι θα μπορούσε να γνωρίζει
απ' τ' αγγεία κάποιος
Που έχει βαθιά προχωρήσει μέσα στον κόσμο του Φειδία.
Πώς έτσι, Σκιές, και δε σας γνώρισα;
Πώς μαζευτήκατε εδώ πέρα, με σχήμα τόσο απατηλό;
Ήταν αλήθεια μια παράξενη και σκοτεινή συνωμοσία,
Για να πάρετε μακριά και δίχως καμιάν ασχολία ν΄αφήσετε
Της ξεγνοιασιάς μου τον καιρό;
Πώς βρέθηκα στον ίλιγγο της νυσταλέας ώρας;
Ενώ τ' ανέμελο σύννεφο της θερινής ραθυμίας
Τα μάτια μου αποκάρωνε κι ένιωθα το σφυγμό μου ξοδεμένο.
Ο πόνος δεν είχε κανένα κεντρί, του γλυκασμού το στεφάνι κανένα λουλούδι.
Ω, επιτέλους, γιατί δε χαθήκατε; Κι ας αφήνατε πια τις αισθήσεις μου
Ατρικύμιστες να 'ναι - με μόνη συντροφιά τους: το τίποτε.
Πέρασαν και τρίτη φορά, κι έτσι καθώς περνούσαν
Κάθε μορφή, για μια στιγμή, έστρεφε προς εμένα το κεφάλι.
Μετά, κι ολόξαφνα, χαθήκαν, μα εγώ καιγόμουν κοντά τους να πάω
Και λαχταρούσα τόσο ν' άνοιγα φτερά, μιας και τις τρεις τις ήξερα.
Η πρώτη - ήταν μια ωραία κόρη, και τ' όνομά της λέω: Έρωτας.
Η δεύτερη - με μάγουλα χλωμά, ξαγρυπνισμένη
Πάντα, με κύκλους μαύρους γύρω απ' τα μάτια, ναι: είν' η Φιλοδοξία.
Και τελευταία - κείνη που πιο πολύ αγαπώ, όση
Κακολογιά κι αν πέφτει πάνω της - η παρθένα η πιο ανελέητη. Το 'ξερα
Πως είν' ο δαίμονάς μου: η Ποίηση.
Χάθηκαν! Κι ακόμη αποζητούσα τα φτερά...
Ανοησία μου! Μα τι 'ναι ο Έρωτας; Και πού θα τον εύρεις;
Κι όσο να πεις για τη φάγοσα κείνη, τη Φιλοδοξία -
Τούτη αναβλύζει απ' της ανήμπορης καρδιάς τ' ανθρώπου το τρελό μαράζι.
Κι αν πω για την Ποίηση - όχι, αυτή καμιά χαρά δεν έχει,
Για μένα τουλάχιστον. Τόσο γλυκιά μες στων μεσημεριών τη νάρκη,
Και τις νυχτιές μουσκεμένη σε ραθυμία μελένια.
Ω σε μιαν εποχή, που είμαι τόσο μακριά απ' του κόσμου τις φουρτούνες,
Και για του φεγγαριού τα πρόσωπα μπορεί να μη νοιαστώ καθόλου,
Μήτε ν' ακούω καν του πολύφερνου μυαλού τη χλαλοή...
Πέρασαν κι άλλη φορά - Μα για ποιο λόγο;
Αραχνοΰφαντα όνειρα γλιστρούσαν στον ύπνο μου,
Κι είχε η ψυχή μου γίνει ένα λιβάδι πλουμισμένο,
Με λουλούδια, τρεμάμενες σκιές, κι αλυσωμένες ηλιαχτίδες.
Ήταν το πρωινό συννεφιασμένο, όμως βροχή δεν έπεσε,
Κι ας σπίθιζαν στα βλέφαρά του επάνω τα γλυκύτερα δάκρυα του Μάη.
Άγγιζε τ' ανοιχτό παραθυρόφυλλο τα πρώτα φύλλα της κληματαριάς
Κι άφηνε να ΄μπει μέσα φλογισμένη ανάβρα και το κελάηδημα
της τσίχλας.
Ω Σκιές! Είναι καιρός να μ' αποχαιρετήσετε.
Και να θυμάστε: στο φόρεμά σας επάνω, δάκρυ δικό μου δεν έπεσε.
Λοιπόν εσείς, τα τρία φαντάσματα - αντίο!
Από τη χλόη, που τώρα αναπαύομαι, να μ' αποσπάσετε δεν είστε ικανά.
Γιατί δε θέλω να βαυκαλίζομαι μ' επαίνους,
Προβατάκι χαϊδεμένο σε φάρσα γλυκερή.
Χαθείτε απ' τα μάτια μου! Πηγαίνετε κει να βρείτε τη θέση σας:
Μυστηριώδεις μορφές σ' ένα αγγείο του ονείρου.
Αντίο! Για τη νύχτα, έχω πλήθος οράματα.
Και για τη μέρα πάλι, δε θα μου λείψουν οι πειθήνιες οπτασίες.
Χαθείτε λοιπόν απ' τη ράθυμη σκέψη μου,
Τραβήξτε για τα σύννεφα, και ποτέ ξανά μη γυρίσετε!
Σκυμμένος ο λαιμός, χέρια ενωμένα, γυρισμένα στο πλάι τα πρόσωπα.
Προχωρούσαν γαλήνια, κι η μια πίσω απ' την άλλη,
Μ' αργόσυρτα σανδάλια, μακριές λευκές χλαμύδες...
Προσπέρασαν - φιγούρες θα 'λεγες ήταν σε μια μαρμάρινην Υδρία,
Έτσι καθώς περιστρέφεται, για να φανερωθεί και η άλλη της όψη.
Κι επέστρεψαν πάλι, όπως αν κάνει έναν κύκλο η Υδρία, οι πρώτες
παραστάσεις ξαναφαίνονται.
Αλλ΄ήταν άγνωστες σε μένα, κι απ' ό,τι θα μπορούσε να γνωρίζει
απ' τ' αγγεία κάποιος
Που έχει βαθιά προχωρήσει μέσα στον κόσμο του Φειδία.
Πώς έτσι, Σκιές, και δε σας γνώρισα;
Πώς μαζευτήκατε εδώ πέρα, με σχήμα τόσο απατηλό;
Ήταν αλήθεια μια παράξενη και σκοτεινή συνωμοσία,
Για να πάρετε μακριά και δίχως καμιάν ασχολία ν΄αφήσετε
Της ξεγνοιασιάς μου τον καιρό;
Πώς βρέθηκα στον ίλιγγο της νυσταλέας ώρας;
Ενώ τ' ανέμελο σύννεφο της θερινής ραθυμίας
Τα μάτια μου αποκάρωνε κι ένιωθα το σφυγμό μου ξοδεμένο.
Ο πόνος δεν είχε κανένα κεντρί, του γλυκασμού το στεφάνι κανένα λουλούδι.
Ω, επιτέλους, γιατί δε χαθήκατε; Κι ας αφήνατε πια τις αισθήσεις μου
Ατρικύμιστες να 'ναι - με μόνη συντροφιά τους: το τίποτε.
Πέρασαν και τρίτη φορά, κι έτσι καθώς περνούσαν
Κάθε μορφή, για μια στιγμή, έστρεφε προς εμένα το κεφάλι.
Μετά, κι ολόξαφνα, χαθήκαν, μα εγώ καιγόμουν κοντά τους να πάω
Και λαχταρούσα τόσο ν' άνοιγα φτερά, μιας και τις τρεις τις ήξερα.
Η πρώτη - ήταν μια ωραία κόρη, και τ' όνομά της λέω: Έρωτας.
Η δεύτερη - με μάγουλα χλωμά, ξαγρυπνισμένη
Πάντα, με κύκλους μαύρους γύρω απ' τα μάτια, ναι: είν' η Φιλοδοξία.
Και τελευταία - κείνη που πιο πολύ αγαπώ, όση
Κακολογιά κι αν πέφτει πάνω της - η παρθένα η πιο ανελέητη. Το 'ξερα
Πως είν' ο δαίμονάς μου: η Ποίηση.
Χάθηκαν! Κι ακόμη αποζητούσα τα φτερά...
Ανοησία μου! Μα τι 'ναι ο Έρωτας; Και πού θα τον εύρεις;
Κι όσο να πεις για τη φάγοσα κείνη, τη Φιλοδοξία -
Τούτη αναβλύζει απ' της ανήμπορης καρδιάς τ' ανθρώπου το τρελό μαράζι.
Κι αν πω για την Ποίηση - όχι, αυτή καμιά χαρά δεν έχει,
Για μένα τουλάχιστον. Τόσο γλυκιά μες στων μεσημεριών τη νάρκη,
Και τις νυχτιές μουσκεμένη σε ραθυμία μελένια.
Ω σε μιαν εποχή, που είμαι τόσο μακριά απ' του κόσμου τις φουρτούνες,
Και για του φεγγαριού τα πρόσωπα μπορεί να μη νοιαστώ καθόλου,
Μήτε ν' ακούω καν του πολύφερνου μυαλού τη χλαλοή...
Πέρασαν κι άλλη φορά - Μα για ποιο λόγο;
Αραχνοΰφαντα όνειρα γλιστρούσαν στον ύπνο μου,
Κι είχε η ψυχή μου γίνει ένα λιβάδι πλουμισμένο,
Με λουλούδια, τρεμάμενες σκιές, κι αλυσωμένες ηλιαχτίδες.
Ήταν το πρωινό συννεφιασμένο, όμως βροχή δεν έπεσε,
Κι ας σπίθιζαν στα βλέφαρά του επάνω τα γλυκύτερα δάκρυα του Μάη.
Άγγιζε τ' ανοιχτό παραθυρόφυλλο τα πρώτα φύλλα της κληματαριάς
Κι άφηνε να ΄μπει μέσα φλογισμένη ανάβρα και το κελάηδημα
της τσίχλας.
Ω Σκιές! Είναι καιρός να μ' αποχαιρετήσετε.
Και να θυμάστε: στο φόρεμά σας επάνω, δάκρυ δικό μου δεν έπεσε.
Λοιπόν εσείς, τα τρία φαντάσματα - αντίο!
Από τη χλόη, που τώρα αναπαύομαι, να μ' αποσπάσετε δεν είστε ικανά.
Γιατί δε θέλω να βαυκαλίζομαι μ' επαίνους,
Προβατάκι χαϊδεμένο σε φάρσα γλυκερή.
Χαθείτε απ' τα μάτια μου! Πηγαίνετε κει να βρείτε τη θέση σας:
Μυστηριώδεις μορφές σ' ένα αγγείο του ονείρου.
Αντίο! Για τη νύχτα, έχω πλήθος οράματα.
Και για τη μέρα πάλι, δε θα μου λείψουν οι πειθήνιες οπτασίες.
Χαθείτε λοιπόν απ' τη ράθυμη σκέψη μου,
Τραβήξτε για τα σύννεφα, και ποτέ ξανά μη γυρίσετε!